Menu
RSS
Επικεφαλίδες:

Θα παρέμβει επιτέλους η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων; Επείγουσα έκκληση Καθηγητών ΑΕΙ και Δικηγόρων

“Μίας μεγάλης κλίμακας παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από δημόσιους φορείς βρίσκεται σε εξέλιξη με σκοπό την επιβολή του διοικητικού προστίμου των 100 ευρώ που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 24 ν. 4865/2021” επισημαίνουν Καθηγητές ΑΕΙ και Δικηγόροι που επέδωσαν χθες, 8.3.2022, με δικαστικό επιμελητή “Επείγουσα Έκκληση” προς την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, προκειμένου να παρέμβει άμεσα για την υπεράσπιση του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη δεκάδες πολίτες έχουν απευθυνθεί για το θέμα αυτό στους Υπεύθυνους Προστασίας Δεδομένων της ΗΔΙΚΑ, του Υπουργείου Εργασίας και Υπουργείου Υγείας ζητώντας να μην χρησιμοποιηθούν τα προσωπικά δεδομένα τους σε παράνομη επεξεργασία. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει κινηθεί οποιαδήποτε διαδικασία ελέγχου από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων , η οποία σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να είχε ενεργήσει αυτεπαγγέλτως αμέσως μετά την έκδοση της ΚΥΑ για την επιβολή του προστίμου, καθώς παραβιάζει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Το θέμα αυτό, ήδη έχει τις διαστάσεις σκανδάλου και οποιαδήποτε περαιτέρω ολιγωρία από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων εγείρει σοβαρά ζητήματα ως προς την “ανεξαρτησία” της και την ορθή θεσμική λειτουργία της.

Το κείμενο της Επείγουσας Έκκλησης με τις υπογραφές Καθηγητών ΑΕΙ και Δικηγόρων

 

ΠΡΟΣ

Αρχή Προστασίας Δεδομένων

Προσωπικού Χαρακτήρα

 

Αθήνα, 3-3-2022

 

ΘΕΜΑ: Επείγουσα έκκληση Νομικών και Καθηγητών Α.Ε.Ι.

Σας απευθύνουμε την παρούσα επείγουσα έκκληση και ζητάμε την άμεση παρέμβασή σας καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη μιας μεγάλης κλίμακας παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από δημόσιους φορείς με σκοπό την επιβολή του διοικητικού προστίμου των 100 ευρώ που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 24 ν. 4865/2021 .

Συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3 της υπ' αριθμ. ΓΠ οικ 7586 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 608/12.2.2021) προβλέπονται τα εξής: (1) Η ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΛΙΣΤΑΣ από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης” (ΗΔΙΚΑ Α.Ε) με τα φυσικά πρόσωπα που έχουν γεννηθεί έως και την 31.12.1961 και εντάσσονται στην παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 4865/2021, η οποία θα περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία (i) ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α) ή Προσωρινός Αριθμός Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού (Π.Α.Α.Υ.Π.Α) ή Προσωρινός Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (Π.Α.Μ.Κ.Α) (ii) ένδειξη σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με την υποχρέωση εμβολιασμού για την επιβολή μισού ή πλήρους προστίμου (iii) ένδειξη χρήσης συνταγογράφησης εντός τελευταίας πενταετίας. (άρθρο 2 παρ. 2). (2) Τα στοιχεία  για την κατάρτιση της εν λόγω λίστας αντλούνται από: α) το Σύστημα προγραμματισμού συνεδριών εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19 του άρθρου 57 του ν. 4764/2020 (Α` 256) της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. β) το Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19 του άρθρου 55 του ν. 4764/2020, από το οποίο διαπιστώνεται η διενέργεια ή μη εμβολιασμού κατά του COVID-19, γ) τα Μητρώα εμβολιασμένων εξωτερικού του άρθρου 55Α του ν. 4764/2020 και Μητρώα νοσησάντων εξωτερικού από τον κορωνοϊό COVID-19 της παρ. 1 του άρθρου 192 του ν. 4855/2021 (Α` 215), δ) το Εθνικό Μητρώο Ασθενών από Κορωνοϊό COVID- 19 του εικοστού ενάτου άρθρου της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α`75), από το οποίο διαπιστώνεται η συνδρομή απαλλαγής από εμβολιασμό λόγω νόσησης του υπόχρεου  φυσικού προσώπου, ε) τις θετικές αποφάσεις απαλλαγής από τον εμβολιασμό που έχουν γνωστοποιηθεί στην Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε. από τις υγειονομικές επιτροπές, και τις αιτήσεις απαλλαγής σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3 της υπ` αρ. 81185/27.12.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας, Ψηφιακής Διακυβέρνησης - Επικρατείας και του Διοικητή της ΑΑΔΕ, στ) το Σύστημα Προγραμματισμού Συνεδριών Εμβολιασμού, τα δεδομένα του οποίου συμπληρώνονται από τις λίστες προτεραιοποίησης από τη ΓΓΠΣΔΔ.

Επειδή τα στοιχεία για τη δημιουργία της παραπάνω λίστας συνιστούν “ευαίσθητα” προσωπικά δεδομένα των οποίων η επεξεργασία επιτρέπεται μόνο κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στον εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων, ο οποίος παρατίθεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ.

Επειδή τα ως άνω στοιχεία έχουν συλλεχθεί για σκοπούς διαφορετικούς από αυτόν που καθορίζεται με το άρθρο 4 παρ. 2 της  με αριθ. ΓΠ οικ 7586 ΚΥΑ  και σύμφωνα με  το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4624/2019 η επεξεργασία “ευαίσθητων” δεδομένων για σκοπό διαφορερικό από αυτόν που έχουν συλλεχθεί επιτρέπεται μόνο εφόσον εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 9 παρ. 2 του ΓΚΠΔ και πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 24 παρ. 1 ν. 4624/2019.

Επειδή από το στοιχείο “ένδειξη χρήσης συνταγογράφησης εντός τελευταίας πενταετίας” που περιέχει η εν λόγω λίστα προκύπτει και η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που έχουν καταχωρισθεί στη Βάση Δεδομένων Συστήματος Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης του άρθρου 6 του ν.3892/2010, η οποία είναι επίσης παράνομη για τους παραπάνω λόγους και επιπροσθέτως γιατί δεν αναφέρεται στην ΚΥΑ.

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. : “Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν”, “Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς...” και “Ο σεβασμός των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής”. Για τους λόγους αυτούς. Ζητάμε την άμεση και κατά νόμον παρέμβασή σας

Με εκτίμηση

 

ΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ

      1. Σπύρος Μαρκέτος του Αλεξάνδρου, Καθηγητής Ιστορικός, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

      2. Βασιλική Αρωνιάδου – Andresjaska, PhD Research Professor, Neurosciences Maryland.

      3. Nίκος Παπαδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής Α.Π.Θ.

      4. Χρήστος Ταξιλτάρης, Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.

      5. Αντώνιος Ανδρεάτος, Καθηγητής Σχολής Ικάρων.

      6. Παύλος Καρανικόλας, Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

      7. Κωνσταντίνος Πουλάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοχημείας Πανεπιστημίου Πατρών.

      8. Λουκής Χασιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ.

      9. Κωνσταντίνα Ριτσάτου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ.

      10. Σταύρος Παπαμαρινόπουλος, τ. Καθηγητής Γεωφυσικής Πανεπιστημίου Πατρών

      11. Συγκλητή Πελίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Νευρολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

      12. Δημήτριος Βλάχος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Φυσικής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

      13. Λία Γκιόκα, Επίκουρη Καθηγήτρια Τρμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ.

      14. Ευάγγελος Χ. Παπακίτσος, ΕΔΙΠ, Τμήμα Μηχανικών Βιομηχανικής Σχεδίασης και Παραγωγής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

      15. Κυριακή Σομπόνη, Διοικητικό Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Ερευνήτρια.

 

ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ

  1. Παναγιώτα Τσέλιου του Βασιλείου, δικηγόρος Αθηνών, Α.Μ.Σ.Α 27325

  2. Βασίλης Παπανικολάου, δικηγόρος Πειραιά, ΑΜ/ΔΣΠ 2391.

  3. Αθανασία Μιχελή του Αναστασίου, Δικηγόρος Αθηνών, ΔΣΑ 21928,

  4. Παναγιώτα Πρωτονοταρίου, δικηγόρος Αθηνών με ΑΜ/ΔΣΑ 23070

  5. Στέλλα Στ. Πατρώνα, δικηγόρος Πειραιά, ΑΜ/ΔΣΠ 2078

  6. Άννα Ντέμου, δικηγορος Θεσ/κης ΑΜ 9763 ΔΣΘ

  7. Κωνσταντίνος Γαρεφος του Ιωάννου, Δικηγόρος Αθηνών, ΔΣΑ 30489

  8. Αναστασία Μαγκλή του Χαράλαμπου, Δικηγόρος Πειραιά ΑΜ/ΔΣΠ 3020

  9. Αικατερίνη Πουλάκη του Κυριάκου, Δικηγόρος Αθηνών, ΑΜ/ΔΣΑ 25833

  10. Ιωάννης Τσουκαλάς του Σπυρίδωνος, Δικηγόρος Αθηνών, ΑΜ/ΔΣΑ 25833

  11. Αθανασία Γεωργοσοπούλου του Δημητρίου, Δικηγόρος Χαλκίδας, ΑΜ/ΔΣΧ 447

  12. Ελένη Καστρινάκη του Κωνσταντίνου, Δικηγόρος Αθηνών, ΑΜ/ΔΣΑ 11067

  13. Στυλιανή Χασάπη του Κωνσταντίνου, Δικηγόρος Σπάρτης, ΑΜ/ΔΣΣπ 73

  14. Ελένη Ν. Ευστρατίου, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ΑΜ/ΔΣΘ 7058

  15. Βαρβάρα Τζαβάρα του Ανάργυρου – Νικολάου, Δικηγόρος Αθηνών, ΑΜ/ΔΣΑ 28188

  16. Ελισσάβετ Καπλάνογλου του Σταύρου, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, ΑΜ/ΔΣΘ 7778

  17. Αναστάσιος Κώνστας του Κωνσταντίνου, Δικηγόρος Αθηνών ΑΜ/ΔΣΑ 23108

Read more...

Σχολιασμός της Γνωμοδότησης του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO) του Υπουργείου Υγείας

Η Γνωμοδότηση αυτή (ΑΠ:12186/25.2.202)  κοινοποιήθηκε ως απάντηση στους πολίτες που ζήτησαν τον περιορισμό της παράνομης επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων τους, τα οποία περιέχονται στη Βάση Δεδομένων Συστήματος Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης και εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος τους (ολόκληρη η γνωμοδότηση εδώ).

-------------------------------------------------------

Κατ' αρχάς δύο γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την εν λόγω γνωμοδότηση:

Η πρώτη είναι ότι είναι εμφανής η μεροληψία σε βάρος των πολιτών που άσκησαν το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων τους, αφενός γιατί τους αποδίδει αυθαιρέτως ότι “αυτοπροσδιορίζονται ως υπόχρεα πρόσωπα”, παρότι στη ΔΗΛΩΣΗ άσκησης του δικαιώματός τους δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, αφετέρου γιατί περιέχει κρίσεις και παραινέσεις σε ζητήματα άσχετα ως προς τις αρμοδιότητες του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (ΥΠΔ), οι οποίες σαφώς δεν συνάδουν με το θεσμικό ρόλο που κατέχει ο ΥΠΔ στο σύστημα προστασίας δεδομένων του ΓΚΠΔ και δημιουργούν εύλογες υπόνοιες για πλημμελή εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων.

Η δεύτερη ότι δυστυχώς συσκοτίζει - αντί να διαφωτίζει - για το ισχύον νομικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Το συμπέρασμα δε αυτό προκύπτει από τα παρακάτω αναφερόμενα.

Α. Ο Κανόνας και οι εξαιρέσεις

1.. Κατά λογική σειρά νομικής σκεψης (κι όχι μόνο) πρώτα εξετάζεται ο κανόνας και μετά οι εξαιρέσεις του. Εν προκειμένω ο κανόνας για το θέμα που μας απασχολεί, δηλαδή την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων μας που περιέχονται στη Βάση Δεδομένων Συστήματος Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης για την κατάρτιση της λίστας που προβλέπεται στην ΚΥΑ για την επιβολή του προστίμου, είναι ότι τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς.

2. Πρόκειται για την Αρχή του Περιορισμού του Σκοπού, η οποία είναι θεμελιώδης για το ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και καταγράφεται στο άρθρο 5 παρ. 1 στ. β του ΓΚΠΔ. Η έννοια της εν λόγω Αρχής έχει δύο θεμέλια: Το πρώτο, ότι τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να συλλέγονται για “συγκεκριμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς” και το δεύτερο, ότι δεν πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία με ασύμβατο τρόπο ως προς τους σκοπούς αυτούς .

3. Για την αξιολόγηση της συμβατότητας της περαιτέρω επεξεργασίας με τον αρχικό σκοπό προβλέπονται στο άρθρο 6 παρ. 4 του Γ.Κ.Π.Δ τα εξής κριτήρια :

- Η σχέση μεταξύ του σκοπού για τα οποία έχουν συλλεγεί τα προσωπικά δεδομένα και ο σκοπός της περαιτέρω επεξεργασίας.

- Το πλαίσιο εντός του οποίου τα προσωπικά δεδομένα έχουν συλλεγεί και οι εύλογες προσδοκίες των υποκειμένων των δεδομένων για την περαιτέρω χρήσή τους.

- Το είδος των προσωπικών δεδομένων και οι επιπτώσεις από την περαιτέρω επεξεργασία τους για το υποκείμενο των δικαιωμάτων.

-Οι εγγυήσεις που λαμβάνονται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας προκειμένου να διασφαλίσει τη δίκαιη επεξεργασία και να εμποδίσει κάθε αδικαιολόγητη επίπτωση στο υποκείμενο των δικαιωμάτων.

4. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα ως προς την συμβατότητα της περαιτέρω επεξεργασίας με τον αρχικό σκοπό εισάγεται στον Γ.Κ.Π.Δ με το άρθρο 23 και στο εθνικό μας δίκαιο με το άρθρο 24 του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α 137/29.8.2019). Η ερμηνεία και των δύο αυτών διατάξεων που εισάγουν περιορισμούς στην προστασία των προσωπικών δεδομένων πρέπει να είναι αυστηρή και να εξετάζεται επιμελώς αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τους, καθώς σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκου Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων δεν πρέπει να οδηγούν σε κατάργηση του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.

5. Οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 2 του Γ.Κ.Π.Δ είναι οι εξής:

  • Να προβλέπονται σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου: οι σκοποί της επεξεργασίας, οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν οι περιοριορισμοί, το πεδιο εφαρμογής των περιορισμών που επιβλήθηκαν, οι εγγυήσεις για την πρόληψη καταχρήσεων ή παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης, οι περίοδοι αποθήκευσης και οι ισχύουσες εγγυήσεις, οι κίνδυνοι για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να ενημερώνονται σχετικά με τον περιορισμό.

  • Να σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

  • Να συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία και

  • Να τίθεται προς διασφάλιση:

α)

της ασφάλειας του κράτους,

β)

της εθνικής άμυνας,

γ)

της δημόσιας ασφάλειας,

δ)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψης αυτών.

ε)

άλλων σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης,

στ)

της προστασίας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών,

ζ)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης παραβάσεων δεοντολογίας σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα,

η)

της παρακολούθησης, της επιθεώρησης ή της κανονιστικής λειτουργίας που συνδέεται, έστω περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) και ζ),

θ)

της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων,

ι)

της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

 

6. Οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α' 137) για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημόσιους φορείς για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεχθεί, είναι η επεξεργασία αυτή να είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και εφόσον είναι: (α) απαραίτητος ο έλεγχος των πληροφοριών που παρέχονται από το υποκείμενο των δεδομένων, διότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι πληροφορίες αυτές είναι εσφαλμένες (β) αναγκαία για την αποτροπή κινδύνων για την εθνική ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια ή για τη διασφάλιση φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, (γ) αναγκαία για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων (δ) αναγκαία για την αποτροπή σοβαρής βλάβης στα δικαιώματα άλλου προσώπου και (δ) απαραίτητη για την παραγωγή των επίσημων στατιστικών. Ειδικά δε για την επεξεργασία των ειδικών (ευαίσθητων) δεδομένων του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ η παράγράφος 2 του άρθρου 24 προβλέπει ότι πρέπει να πληρούνται οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και επιπλέον να εφαρμόζεται και μια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ εξαιρέσεις.

7. Ωστόσο, η σχολιαζόμενη γνωμοδότηση δεν αναφέρει το παραπάνω νομικό πλαίσιο, ώστε να γίνει κατανοητό το πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά επιλέγει να επικαλεσθεί μόνο τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 ΓΚΠΔ και μάλιστα με εντελώς αόριστο και ελλιπή τρόπο, όπως φαίνεται από τα παρακάτω.

Β. Αοριστία και ασάφεια: Η τεχνική για την εξαγωγή αυθαίρετων πορισμάτων

Ενώ οι κανόνες της λογικής είναι το εργαλείο για την κατανόηση ενός θέματος και για την εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων, η ασάφεια και η αοριστία αποτελούν την καταλληλη τεχνική συσκότισης και εξαγωγής αυθαίρετων πορισμάτων. Και δυστυχώς αυτή την τεχνική φαίνεται ότι ακολουθεί η σχολιαζόμενη γνωμοδότηση, όπως προκύπτει από τα ακόλουθα:

1. Κατ' αρχάς αφιερώνεται ολόκληρη η υπ' αριθ. 3 σκέψη της εν λόγω γνωμοδότησης στην κρίση του ΥΠΔ ότι η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού συνιστά “συνταγματικά ανεκτή προσβολή” των δικαιωμάτων του πολίτη, δηλαδή σε θέμα άσχετο με τις αρμοδιότητές του. Αντιθέτως δεν αναλύεται ούτε ακροθιγώς η θεμελιώδης Αρχή του Περιορισμού του Σκοπού, παρότι ορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξετασθεί η βασιμότητα του ασκούμενου δικαιώματός για περιορισμό της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων για σκοπό διαφορετικό από αυτόν που συλλέχθηκαν.

2. Εν συνεχεία, στην υπ' αριθ. 4 σκέψη, διατυπώνεται η κρίση ότι οι διατάξεις του άρθρου 24 ν. 4865/2021 και της ΚΥΑ που εκδοθηκε για τη διαδικασία επιβολής του προστίμου “θεσπίζουν περιορισμούς στο δικαίωμα του ατόμου στην προστασία έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” σύμφωνα με το άρθρο 23 ΓΚΠΔ. Βεβαίως, για να ισχύει κάτι τέτοιο θα πρέπει να πλήρούνται όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο αυτό και πρώτα – πρώτα να γίνεται ρητή μνεία σε συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 24 ν. 4865/2021 και της ΚΥΑ για τους περιορισμούς που επιβάλλονται και την έκταση εφαρμογής τους. Εν προκειμένω όμως δεν αναφέρεται ούτε σε ποιες συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου και της ΚΥΑ στηρίζεται η κρίση αυτή, ούτε ποιο είναι το είδος των περιορισμών της προστασίας προσωπικών δεδομένων που υποτίθεται ότι θεσπίζονται . Λόγω δε της αοριστίας αυτής , είναι αδύνατον να κριθεί ότι ισχύουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 23 ΓΚΠΔ, ότι δηλαδή οι (απροσδιόριστοι και μη κατονομαζόμενοι) περιορισμοί “σέβονται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών” και αποτελούν το “αναγκαίο και αναλογικό μέσο” , όπως εντελώς αόριστα και αβάσιμα υποστηρίζεται στη σχολιαζόμενη γνωμοδότηση, στην οποία δεν γίνεται κάν μνεία για τη διασφάλιση ποιου έννομου αγαθού, από αυτά που αναφέρονται εξαντλητικά στο άρθρο 23 παράγραφος 1 θεσπίστηκαν οι (υποτιθέμενοι) περιορισμοί.

3. Ακόμη όμως πιο αόριστα, ασαφή και αβάσιμα είναι όσα αναφέρονται στην υπ' αριθ. 6 σκέψη.

Συγκεκριμένα: Στο σημείο (α) επικαλείται τη δυνατότητα να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται και τηρούνται στο ΣΗΣ και αναφέρεται στο άρθρο 9 παρ. 2 του ΓΚΠΔ, παραλείπει όμως να αναφέρει τη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4624/2019(ΦΕΚ Α' 137), η οποία ειναι η ειδική εθνική διάταξη που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ και ρυθμίζει το θέμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημόσιους φορείς για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο αρχικά συλλέχθηκαν. Η παράλειψη δε αυτή προφανώς δεν οφείλεται σε άγνοια, αλλά στο γεγονός ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει και συνεπώς η επίκλησή της θα οδηγούσε στο βάσιμο συμπέρασμα ότι είναι παράνομη η επεξέργασία των προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται και τηρούνται στο ΣΗΣ για το σκοπό της επιβολής προστίμου.

Στο σημείο (β) αναφέρεται ο ισχυρισμός ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται και τηρούνται στο ΣΗΣ είναι θεμιτή για τον προσδιορισμό των υπόχρεων προσώπων γίατί “πρόκειται απλά για απάντηση στο ερώτημα (ανά ενδιαφερόμενο) εάν προκύπτει από τα στοιχεία που τηρούνται στο ΣΗΣ, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει κάνει χρήση ή όχι συνταγογράφησης εντός τελευταίας πενταετίας...”. Ωστόσο σύμφωνα με το άρθρο 4 περ. 2 “επεξεργασία” είναι κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή. Συνεπώς πρόκειται για “επεξεργασία” προσωπικών δεδομένων και μάλιστα παράνομη γιατί δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 24 του ν. 4624/2019.

Τέλος στο σημείο (γ) διατυπώνονται τα εξής αυθαίρετα και αβάσιμα συμπεράσματα:

  • Ότι “η προαναφερόμενη περαιτέρω επεξεργασία είναι θεμιτή, καθόσον ρυθμίζεται ρητά από τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4865/2021 και της ΚΥΑ” οι οποίες είναι “ειδικές ως προς τους προαναφερόμενους κανόνες υπέρτερης ισχύος” .

  • Ότι “ο έλεγχος συμβατότητας πληροί τα κριτήρια”

  • Ότι τηρείται η αρχή της ελαχιστοποίησης

Ωστόσο και τα τρία αυτά συμπεράσματα στερούνται σοβαρότητας για τους εξής λόγους:

(α) Διότι σε ένα ιεραρχικό σύστημα κανόνων δικαίου, ένας νόμος που το περιεχόμενο του έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο ενός υπέρτερου κανόνα δικαίου, δεν χαρακτηρίζεται “ειδικός”, αλλά ανίσχυρος και εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4865/2021 και της ΚΥΑ έρχονται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 1 στ β.

(β) Διότι ουδείς μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στη συλλογή προσωπικών δεδομένων για συνταγογράφηση και τη μεταγενέστερη χρήση τους για την επιβολή προστίμου ή ότι συγκαταλέγεται στις “εύλογες προσδοκίες” των υποκειμένων των δεδομένων η μεταγενέστερη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων τους που συλλέχθηκαν για τις ανάγκες συνταγογράφησης για το σκοπό της επιβολής προστίμου, ώστε να θεωρηθεί ότι πληρούνται τα “κριτήρια συμβατότητας” και

(γ) Διότι μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί ο ισχυρισμός ότι τα δεδομένα για τη χρήση συνταγογράφησης είναι πρόσφορα, συναφή και αναγκαία για το σκοπό της επιβολής προστίμου , ώστε να εξάγει το συμπέρασμα ότι τηρείται η αρχή της ελαχιστοποίησης.

Εν ολίγοις, όλα τα παραπάνω είναι εξόχως αβάσιμα και στόχο έχουν να καλύψουν την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών για το σκοπό της επιβολής προστίμου.

4. Τέλος, στη σκέψη (7) γίνεται αναφορά σε “ενδεχόμενη απαράδεκτη άσκηση” του σχετικού δικαιώματος “για το λόγο ότι οι πολίτες άσκησαν το εν λόγω δικαίωμα προς τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων (DPO) του Υπουργείου Υγείας και όχι προς τον ίδιο τον Υπουργό Υγείας ως υπεύθυνο επεξεργασίας”. Ωστόσο αποκλείεται να υφίσταται άγνοια ότι υπάρχει σαφής οδηγία από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, αναρτημένη στην ιστοσελίδα της, ότι στις περιπτώσεις που ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ορίσει Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων (ΥΠΔ - DPO) οι πολίτες μπορούν να απευθύνονται σε αυτόν για κάθε ζήτημα σχετικό με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την άσκηση των δικαιωμάτων τους.

Εν κατακλείδι: Η γνωμοδότηση αυτή είναι μεροληπτική, αβάσιμη και εξυπηρετεί τον επικοινωνιακό στόχο της δικαιολόγησης της παράνομης επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων πολιτών από δημόσιους φορείς.

                                                        Στέλλα Πατρώνα

                                                             Δικηγόρος

                                            Μέλος του Δικτύου Ενεργών Καταναλωτών - Δ.Ε.ΚΑ

 

Read more...

Το πρόστιμο των 100 ευρώ - τα προσωπικά δεδομένα και τα “παπατζιλίκια” της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Της Στέλλας Πατρώνα*

 

Και εκεί που δεν το περιμέναμε πια, στις 12.2.2022 δηλαδή δύο μήνες μετά τη δημοσίευση του ν. 4865/2021 και περίπου ένα μήνα μετά τις 16 Ιανουαρίου που έληξε η προθεσμία του άρθρου 24 του νόμου αυτού, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ η υπ' αριθμ. ΓΠ οικ 7586 ΚΥΑ (1) για τη διαδικασία επιβολής του προστίμου των 100 ευρώ στους απείθαρχους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών.

Μέχρι βέβαια την έκδοσή της κανένας αρμόδιος και κανένα ΜΜΕ δεν θέλησε να μας ενημερώσει ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ο νόμος και να επιβληθεί πρόστιμο χωρίς πρώτα να εκδοθεί ΚΥΑ που να καθορίζει τη διαδικασία επιβολής του. Αντιθέτως, διαβεβαίωναν ότι από τις 17 Ιανουρίου θα άρχιζαν να επιβάλλονται πρόστιμα, τα οποία οι ταλαίπωροι κάτοικοι αυτής της χώρας όφειλαν να αναζητήσουν στο taxisnet ή ακόμη και στο emvolio.gr σύμφωνα με δήλωση του κ. Πιτσιλή, διοικητή της ΑΑΔΕ, ο οποίος (προφανώς) αυτοσχεδιάζοντας θέλησε να προσθέσει και τη δική του πινελιά στο εν λόγω αφήγημα.

Αυτό ήταν το πρώτο “παπατζιλίκι” * της κυβέρνησης ως προς το πρόστιμο των 100 ευρώ, αλλά όχι το μοναδικό, καθώς τόσο ο νόμος (άρθρο 24 ν. 4865/2021), όσο και η ΚΥΑ που εκδόθηκε για τη εφαρμογή του είναι διάτρητα νομοθετήματα κι αποτελούν ντροπή για το νομικό μας πολιτισμό και το νομικό κόσμο της χώρας μας που τα ανέχεται.

Οι εξαιρέσεις από το πρόστιμο - “παπατζιλίκι” Νο2.

Εκδόθηκε λοιπόν η ΚΥΑ και όποιος τη διάβασε ανακάλυψε με έκπληξη ότι εκτός από τις κατηγορίες των πολιτών που αναφέρονται στο νόμο, εξαιρούνται από το πρόστιμο και οι εξής: 

- Τα φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν Α.Φ.Μ υπαγόμενο στην αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού και τα φυσικά πρόσωπα που κατά την ημερομηνία ελέγχου εμφανίζονται στο Μητρώο φορολογουμένων της ΑΑΔΕ με χώρα κατοικίας διαφορετική της Ελλάδας.

- Τα φυσικά πρόσωπα που έχουν ηλικία από 96 ετών και άνω.

- Τα φυσικά πρόσωπα που δεν θεωρούνται φορολογικά ενεργά λόγω μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ούτε συμπεριλαμβάνονται σε φορολογική δήλωση τρίτων ως εξαρτώμενα μέλη κατά τα φορολογικά έτη 2018 έως 2020.

- Τα φυσικά πρόσωπα που δεν διαθέτουν ΑΦΜ.

- Τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν κάνει χρήση συνταγογράφησης εντός της τελευταίας πενταετίας.

-Τα φυσικά πρόσωπα που έχουν τεθεί σε καθεστώς δικασικής συμπαράστασης.

- Τα φυσικά πρόσωπα που εργάζονται ως υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών ή του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας κατ` εντολήν στο εξωτερικό.

Αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα, αν οι παραπάνω εξαιρέσεις προβλέφθηκαν καθ' υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης ( το θέμα αυτό θα απασχολήσει ως προς την ακύρωσή της ΚΥΑ ενώπιον του ΣτΕ), έχει ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τους δικαιολογητικούς λόγους που οδήγησαν στην εξαίρεση των παραπάνω κατηγοριών πολιτών. Κι όσον αφορά τα πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό, μια λογική εξήγηση είναι ότι τα πρόσωπα αυτά αντιμετωπίζουν διαφορετικές επιδημιολογικές συνθήκες από τις επικρατούσες στην Ελλάδα και επειδή αρχικά δεν το έλαβε αυτό υπ' όψη του ο νομοθέτης, έσπευσε με την ΚΥΑ να διορθώσει το λάθος του.

Ωστόσο, ποιος είναι ο δικαιολογητικός λόγος για τις υπόλοιπες κατηγορίες που εξαιρούνται; Γιατί πχ ένας άνθρωπος 96 ετών εξαιρείται από το πρόστιμο κι όχι κάποιος 95, 94 ή 93 ετών; Ή γιατί εξαιρούνται αυτοί που δεν έχουν ενεργό ΑΦΜ ή δεν έχουν κάνει χρήση συνταγογράφης τα τελευταία πέντε χρόνια; Και τέλος – τέλος, γιατί για τις παραπάνω κατηγορίες πολιτών που εξαιρούνται δεν ισχύουν “οι επιτακτικοί λόγοι προστασίας της δημόσιας υγείας” που επικαλείται το άρθρο 24 του ν. 4865/2021 για τη λήψη του διοικητικού μέτρου της επιβολής προστίμου, αλλά συντρέχουν για όλους τους υπόλοιπους;

Τα παραπάνω ερωτήματα μέχρι στιγμής δεν έχουν τεθεί σε δημόσιο διάλογο, ώστε να αναγκασθεί να τα απαντήσει ο πλέον αρμόδιος υπουργός, ο υπουργός υγείας κ. Πλεύρης. Εικάζουμε λοιπόν εύλογα ότι η εξήγηση είναι απλά ότι “έτσι βολεύει” . Με άλλα λόγια η κυβέρνηση επιβάλλει κυρώσεις σε όσους μπορεί τεχνικά να εντοπίσει και εξαιρεί αυτούς που δεν μπορεί,. Κι αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο “παπατζιλίκι” της κυβέρνησης, καθώς έκανε νόμο μιας (υποτιθέμενης) δημοκρατικής πολιτείας κι ενός (υποτιθέμενου) κράτους δικαίου, το γνωστό από την εποχή του Αισώπου “όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια”.

Η προστασία των προσωπικών δεδομένων μας - “παπατζιλίκι” Νο3

Και φθάνουμε στο “παπατζιλίκι” Νο3 της κυβέρνησης, το οποίο όμως συνιστά και εξόφθαλμη παρανομία ως προς την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων μας, καθώς τα στοιχεία που απαιτούνται για την επιβολή του εν λόγω προστίμου, έχουν συλλεχθεί για άλλους σκοπούς και είναι παράνομη η περαιτέρω επεξεργασία τους.

Και για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω: Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 στ. β του ΓΚΠΔ και το άρθρο 5 παρ. 4 στ β της Εκσυγχρονισμένης Σύμβασης 108 (2) , κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να εκτελείται για συγκεκριμένο, καλά καθορισμένο σκοπό και μόνο για πρόσθετους σκοπούς οι οποίοι είναι συμβατοί προς τον αρχικό.

Τα άρθρα αυτά αφορούν την εφαρμογή της Αρχής του Περιορισμού του Σκοπού στο ευρωπαϊκό δίκαιο της προστασίας δεδομένων, της οποίας η έννοια έχει δύο θεμέλια: Το πρώτο, ότι τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να συλλέγονται για “συγκεκριμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς” και το δεύτερο, ότι δεν πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία με ασύμβατο τρόπο ως προς τους σκοπούς αυτούς (3) . Για την αξιολόγηση της συμβατότητας της περαιτέρω επεξεργασίας με τον αρχικό σκοπό λαμβάνονται υπ' όψη τα εξής (4) :

- Η σχέση μεταξύ του σκοπού για τα οποία έχουν συλλεγεί τα προσωπικά δεδομένα και ο σκοπός της περαιτέρω επεξεργασίας.

- Το πλαίσιο εντός του οποίου τα προσωπικά δεδομένα έχουν συλλεγεί και οι εύλογες προσδοκίες των υποκειμένων των δεδομένων για την περαιτέρω χρήσή τους.

- Το είδος των προσωπικών δεδομένων και οι επιπτώσεις από την περαιτέρω επεξεργασία τους για το υποκείμενο των δικαιωμάτων.

- Οι εγγυήσεις που λαμβάνονται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας προκειμένου να διασφαλίσει τη δίκαιη επεξεργασία και να εμποδίσει κάθε αδικαιολόγητη επίπτωση στο υποκείμενο των δικαιωμάτων.

Επισημαίνεται ότι η Αρχή Περιορισμού του Σκοπού συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου για την προστασία δεδομένων καθώς συνδέεται στενά με τη διαφάνεια, την προβλεψιμότητα και τον έλεγχο του χρήστη. Εάν ο σκοπός της επεξεργασίας είναι επαρκώς συγκεκριμένος και σαφής, τα άτομα γνωρίζουν τι να περιμένουν και αυξάνονται η διαφάνεια και η ασφάλεια δικαίου. Ταυτόχρονα, η σαφής οριοθέτηση του σκοπού είναι σημαντική προϋπόθεση ώστε τα υποκείμενα των δεδομένων να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους, όπως το δικαίωμα εναντίωσης στην επεξεργασία . Κατ' εφαρμογήν δε αυτής της Αρχής, οποιαδήποτε επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, ασύμβατη με τον καθορισμένο σκοπό που τέθηκε για τη συλλογή τους, είναι παράνομη και ως εκτούτου απαγορευμένη και δεν είναι δυνατόν ο υπεύθυνος επεξεργασίας να νομιμοποιήσει την ασύμβατη προς τον καθορισμένο σκοπό επεξεργασία, απλά στηριζόμενος σε νέα νομική βάση (3).

Σημειωτέον ότι στο ελληνικό δίκαιο, με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α' 137) ορίζονται αυστηρά οι προϋποθέσεις κάτώ από τις οποίες είναι δυνατή η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημόσιους φορείς για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεχθεί και αυτές είναι (α) απαραίτητος ο έλεγχος των πληροφοριών που παρέχονται από το υποκείμενο των δεδομένων, όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι ενδείξεις αυτές είναι εσφαλμένες (β) αναγκαία για την αποτροπή κινδύνων για την εθνική ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια ή για τη διασφάλιση φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, (γ) αναγκαία για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων (δ) αναγκαία για την αποτροπή σοβαρής βλάβης στα δικαιώματα άλλου προσώπου και (δ) απαραίτητη για την παραγωγή των επίσημων στατιστικών.

Ωστόσο φαίνεται ότι όλα τα παραπάνω τα αγνοεί επιδεικτικά η κυβέρνηση, καθώς η ΚΥΑ που εκδόθηκε ορίζει ότι τα προσωπικά μας δεδομένα θα αντληθούν από επτά διαφορετικά αρχεία (5), εκ των οποίων μόνο το ένα (αυτό που περιλαμβάνει τις θετικές αποφάσεις απαλλαγής από τον εμβολιασμό) έχει σκοπό συμβατό με αυτόν “του ελέγχου και της διαπίστωσης των παραβάσεων καθώς και της επιβολής του διοικητικού προστίμου” (άρθρο 4 παρ. 2). Επιπλέον, ενώ είναι προφανές ότι η ΗΔΙΚΑ θα αντλήσει στοιχεία για την κατάρτιση λίστας σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της ΚΥΑ από τη Βάση Δεδομένων Συστήματος Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης του άρθρου 6 του ν.3892/2010, καθώς προβλέπεται στη λίστα αυτή να υπάρχει η ένδειξη χρήσης συνταγογράφησης, η επεξεργασία αυτής της βάσης δεδομένων δεν αναφέρεται κάν στην ΚΥΑ και η παράλειψη αυτή συνιστά ολοφάνερη παραβίαση και των Αρχών της Νομιμότητας και της Διαφάνειας.

Τέλος , θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα προσωπικά δεδομένα που θα αντληθούν από τα μητρώα που αναφέρονται στην ΚΥΑ , αφορούν την υγεία των υποκειμένων των δεδομένων και ως εκτούτου ανήκουν στην ειδική κατηγορία δεδομένων του άρθρου 9 ΓΚΠΔ ( καλούνται επίσης «ευαίσθητα δεδομένα» ), των οποίων η επεξεργασία επιτρέπεται μόνο κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στον εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων, ο οποίος παρατίθεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ. Μάλιστα σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4624/2019 η επεξεργασία τέτοιων (“ευαίσθητων”) δεδομένων για σκοπό διαφορερικό από αυτόν που έχουν συλλεχθεί επιτρέπεται μόνο εφόσον εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 9 παρ. 2 του ΓΚΠΔ και πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 24 παρ. 1 ν. 4624/2019 δηλαδή όταν είναι (α) απαραίτητος ο έλεγχος των πληροφοριών που παρέχονται από το υποκείμενο των δεδομένων, όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι ενδείξεις αυτές είναι εσφαλμένες (β) αναγκαία για την αποτροπή κινδύνων για την εθνική ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια ή για τη διασφάλιση φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, (γ) αναγκαία για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων (δ) αναγκαία για την αποτροπή σοβαρής βλάβης στα δικαιώματα άλλου προσώπου και (δ) απαραίτητη για την παραγωγή των επίσημων στατιστικών. Βεβαίως καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν συντρέχει και η κυβέρνηση είναι εμφανές ότι παρανομεί επιδιώκοντας την επεξεργασία “ευαίσθητων” προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επιβολή προστίμου.

Εν κατακλείδι: Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση πιστεύει ότι με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε και τη σιωπή της αντιπολίτευσης έχει εξασφαλίσει τη δυνατότητα να επιβάλλει ό,τι θέλει στους πολίτες, ακόμη και για θέματα που αφορούν την υγεία τους, όπως είναι ο εμβολιασμός. Ωστόσο, δυστυχώς για εκείνη κι ευτυχώς για την κοινωνία μας, υπάρχουν αρκετοί απείθαρχοι κι όσο κι αν πιέζει ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν θα περάσει. Όσον δε αφορά το πρόστιμο των 100 ευρώ, ήδη έχει γίνει η πρώτη κίνηση με την αποστολή “Δήλωσης άσκησης του δικαιώματος περιορισμού της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων” (5), η οποία φαίνεται ότι δεν πέρασε “απαρατήρητη” καθώς ήδη απάντησε (τυπικά) ο dpo του Υπουργού Εργασίας κι ετοιμάζονται κι άλλες κινήσεις. Εν ολίγοις, αν διατηρήσουμε ψηλά το φρόνημα, όχι μόνο δεν θα περάσει το πρόστιμο, αλλά και θα μετανιώσει πικρά η κυβέρνηση για τη φαεινή ιδέα της επιβολής του.

 

 
  • Η Στέλλα Πατρώνα είναι δικηγόρος, μέλος της συντακτικής ομάδας του “Δικτύου Ενεργών Καταναλωτών – Δ.Ε.ΚΑ” και της Πρωτοβουλίας Δρόμος Ανοιχτός.

 

(1) Υπ' αριθ. ΓΠ.οικ. 7586 ΦΕΚ Β' 608/12.2.2022

 

(2) Εκσυγχρονισμένη Σύμβαση 108

 

https://search.coe.int/cm/Pages/result_details.aspx?ObjectId=09000016807c65bf

 

(3) Γνώμη 03/2013 της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 σχετικά με τον περιορισμό του σκοπού

 

https://ec.europa.eu/info/law/law-topic/data-protection/reform/rules-business-and-organisations/principles-gdpr/purpose-data-processing/can-data-be-processed-any-purpose_el

 

(4) Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων - Έκδοση 2018

 

https://fra.europa.eu/el/publication/2020/egheiridio-shetika-me-tin-eyropaiki-nomothesia-gia-tin-prostasia-ton-prosopikon

 

(5) Πρόστιμο 100 ευρώ – υπόδειγμα ΔΗΛΩΣΗΣ και επεξηγήσεις

 

https://diktioenkat.blogspot.com/2022/02/100.html

 

 

 

Σχετικά νομοθετήματα:

 
  • ΥΑ 5230/2020 (ΦΕΚ Β 5723/24.12.2021) Ρυθμιση τεχνικών και οργανωτικών ζητημάτων για τη λειτουργία του Συστήματος και της Πλατφόρμας Διαχείρισης Συνεδριών εμβολιασμού κατά του κορονoϊου covid-19 (ο σκοπός αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 1).

  • Αρθρο 29 ΠΝΠ 30-/3/2020 ΦΕΚ Α 75 2020 Σύσταση και λειτουργία Εθνικού Μητρώου Ασθενών από τον κορωνοϊό covid-19

    (Οι ειδικότεροι σκοποί αναφέρονται στην παράγραφο 1)

  • ΚΥΑ 2650/2020 ΦΕΚ Β 1298/10.4.2020 “Ρύθμιση ειδικότερων τεχνικών ζητημάτων για τη λειτουργία του Εθνικού Μητρώου Ασθενών από τον κορωνοϊό covid-19, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων εικοστού ένατου της από 30.3.2020 ΠΝΠ

  • Αριθμ. Οικ. 6677 ΥΑ ΦΕΚ Β 4792/30.10.2020 “Σύσταση Εθνικού Μητρώου Εμβολιασμών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 83 του ν. 4600/2019 (Α' 43)

Read more...

Βιώνουμε την εποχή της νέας κανονι(στι)κότητας; Αργυρώ Τέγουτζικ, Ειρηνοδίκης Β'

 

Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που διατυπώνει την άποψη του χωρισμού των λειτουργιών δηλ. των ενεργειών μιας ευνομούμενης πολιτείας σε τρεις (3) κατηγορίες: νομοθετική , εκτελεστική και δικαστική, ενώ στα Πολιτικά του καταγράφει τις παρεκβάσεις των πολιτευμάτων.

Όσον αφορά τη δικαιοσύνη, αφιερώνει ολόκληρο το πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων και τη δικαιοσύνη την ορίζει ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία εκείνου που την ασκεί, αλλά στον άλλο άνθρωπο.

Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών στο Σύνταγμα της Ελλάδος, μορφοποιείται και εδραιώνεται στη διατύπωση του άρθρ.26 Σ απ΄όπου προκύπτει, όπως κι από άλλα σημεία του συντάγματος συνάγεται ερμηνευτικά, ότι είναι καθοριστική για την Οργάνωση της Πολιτείας. Εξ΄αυτής της αρχής, μεταξύ άλλων, προκύπτει η εγγύση και κατοχύρωση του κράτους δικαίου που διέπει τις ρυθμίσεις του συντάγματος. Οι μεταξύ άλλων εγγυήσεις του ουσιαστικού κράτους δικαίου προκύπτουν όμως κι από διάφορες άλλες διατάξεις του συντάγματος, όπως π.χ. άρθρ.2 παρ.1 που θεσπίζει την προστασία της αξίας του ανθρώπου, άρθρ.25 παρ.1,2, άρθρ.85 παρ.2 όπου αναγνωρίζεται στους δικαστές το δικαίωμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και του άρθρ.120 παρ. 4 όπου προβλέπεται η αντίσταση κατά της αρχής ως ΔΙΚΑΙΩΜΑ και ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ του πολίτη, όταν επιχειρείται η κατάλυση του συντάγματος. Ταύτα δε, δημιουργούνται ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ προσπάθειας κατάλυσης του συντάγματος, έστω κι αν αυτή η προσπάθεια παρουσιάζεται νομότυπη ( σ.258 Συντ. Δίκαιο Τσάτσου, εκδ. Σάκκουλα).

Άπαντες γνωρίζουμε τι σημαίνει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και ποιες λειτουργίες επιτελεί το κάθε ένα από τα αρμόδια όργανα. Η βουλή νομοθετεί (κυρίως) και ασκεί τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, η εκτελεστική εξουσία ασκεί τη διοίκηση (κατά βάσιν) και η δικαστική τηρεί κι εφαρμόζει το δίκαιον και τους νόμους.

Την ως άνω αρχή, έρχεται σήμερα (εδώ κι ένδεκα μήνες σχεδόν) να διαταράξει ή καλύτερα κλονίσει μια σειρά από εκδόσεις Π.Ν.Π. υπό της Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου βάσει αυτών εκδίδονται σωρεία διοικητικών πράξεων και διαταγμάτων τα οποία στην ουσία υπερσκελίζουν το νομοθετικό έργο της βουλής και αποκτώντας την ισχύ τυπικού νόμου, βάσει της διαδικασίας του άρθρ.44 παρ.1, υποκαθιστούν-αν μη τι άλλο- όλους τους προγενέστερους θεσπιζομένους νόμους. Η σωστή λέξη στην προηγούμενη πρόταση θα ήταν «αφανίζουν» αν όχι «καταλύουν». Και εξηγούμαι:

Με αφορμή λοιπόν την «κρίση της πανδημίας» στη χώρα μας, η εκτελεστική εξουσία από τον Μάρτιο του 2020, επέλεξε να κάνει χρήση της διάταξης του άρθρου 44 παρ.1 Σ για την έκδοση Π.Ν.Π. από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προσυπογραφή, ήτοι αποφασιστική αρμοδιότητα, της Κυβέρνησης προς αντιμετώπιση «έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Δεν υπήρξε καταφυγή στη διάταξη του άρθρ.48 Σ (κήρυξη κατάστασης πολιορκίας). Δηλαδή, μέχρι σήμερα εδώ και ένδεκα (11) μήνες σχεδόν η Κυβέρνηση (ως Κράτος) προβαίνει σε λήψη μέτρων (κατά covid) και ασκεί τη διοίκηση ( την κατά covid), προφασιζόμενη εδώ και 11 συναπτούς μήνες το εξαιρετικό και επείγον της κατάστασης (ούτε το σύνδρομο του Θουκυδίδη να βιώναμε, όπου ειρήσθω, τότε, ουδέν μέτρο ανάλογο ελήφθη ή επεβλήθη). Βεβαίως, η διάταξη του άρθρ.44 παρ.1 του Σ, εισάγουσα απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, και ερμηνευομένη ως εκ τούτου, υπό το φως του άρθρ.26 παρ.1 Σ, έχει την έννοια ότι εκχωρείται μεν προσωρινή αρμοδιότης του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκεί κανονιστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, τούτο όμως επιτρέπεται υπό τον όρο ότι συντρέχουν «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» δηλ., περιπτώσεις που συνιστούν αντικειμενική αδυναμία της βουλής, ένεκα χρονικών πιέσεων, να ασκήσει τη λειτουργία της. Με τη ρύθμιση αυτή δηλαδή, δεν ανατίθεται παράλληλη και προσωρινή νομοθετική αρμοδιότης στον Αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά απλώς παρέχεται σ΄αυτόν συνταγματική, αντί νομοθετικής, εξουσιοδότηση να ασκεί κανονιστική εξουσία υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων δέον να ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, σε περίπτωση νόμιμης προσφυγής. Ο έλεγχος αυτός είναι αυτονόητος και αναγκαίος προς διασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και προς αποφυγή της αλλοιώσεως του πολιτεύματος από τον κίνδυνο καταχρηστικής προσφυγής στην εξαιρετική διαδικασία του άρθρ.44 παρ.1 Σ.

Ωστόσο, αυτή η προσωρινή, όπως υπογράμμισα, αρμοδιότης της κυβέρνησης δια μέσου της Προέδρου της Δημοκρατίας, μόνο προσωρινή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αφού, διαρκεί εδώ και 11 συναπτούς μήνες, ενώ ο δικαστικός έλεγχος των αυστηρών προϋποθέσεων ελλείπει. Άραγε, η τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων επαφίεται στο αν θα χαρακτηρίσει η ίδια η εκτελεστική εξουσία την κατάσταση εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη. Για να το κάνει αυτό, εδώ και 11 μήνες βασίζεται στην εκτίμηση και γνωμοδότηση μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων υγείας που η ίδια η εκτελεστική εξουσία θέσπισε και διόρισε.

Τώρα, πώς εκτιμά και κατόπιν γνωμοδοτεί η ως άνω επιτροπή; Βάσει των ημερησίων στοιχείων που λαμβάνει από τον ΕΟΔΥ. Ωστόσο, μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, έχουν υποστηρίξει δημοσίως ότι υπάρχει έλλειμμα στοιχείων, καθώς δεν ανακοινώνονται από τον ΕΟΔΥ τα ημερήσια τεστ που γίνονται ανά περιοχή: ο αριθμός των δεδομένων που τους δίδεται είναι ελλειπής, καθώς στον αριθμό κρουσμάτων δεν υπάρχει ο παρανομαστής, δηλ. ο αριθμός των δειγμάτων. Είναι απαραίτητος ο παρανομαστής για να βγάλει η επιτροπή συμπεράσματα και να ξέρει τη θετικότητα κάθε περιοχής. Επίσης, η επιτροπή δε γνωρίζει πόσα είναι τα μοριακά και πόσα τα rapid test από αυτά. Δεν υπάρχουν αυτά σε καμία ανακοίνωση. Έπρεπε να υπάρχουν δημόσια τα στοιχεία στην ημερήσια έκθεση, πλην όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Από την άλλη, μια απλή και στοιχειώδης δικαστική έρευνα ή εισαγγελική παραγγελία για προκαταρκτική έρευνα θα διαπιστώσει και ανακαλύψει την ακαταλληλότητα των ως άνω rapid test τα οποία ονομάζονται PCR (Polymerace Chain Reaction) για την ανίχνευση του covid-19, καθώς αυτά είναι απολύτως ανίκανα να ανιχνεύουν όχι μόνο τον συγκεκριμένο ιό, αλλά κι οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια. Τα λεγόμενα rapid test (PCR), στα οποία βασίζεται η δοτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων προκειμένου να μας πείσει ότι είναι μονόδρομος η επιβολή αυστηρών μέτρων περιορισμού (και μάλιστα των τριών πιο αυστηρών που ισχύουν παγκοσμίως μετά τη Βενεζουέλα και τη Μογγολία, σύμφωνα με δημοσιευθείσα στις 15/12/2020 έρευνα του πανεπιστημίου της Οξφόρδης) που αναστέλλουν βασικές διατάξεις του συντάγματος, σχετικά με τις ανθρώπινες αξίες κι ελευθερίες του ατόμου, εφευρέθηκαν το 1985 από τον Karry Mullis όχι για ιατρικές διαγνώσεις, διότι δεν ενδείκνυνται, αλλά ως μια ισχυρή κατασκευή για ερευνητικούς σκοπούς στα εργαστήρια, αποτελώντας απλά μια μέθοδο θερμικής ανακύκλωσης που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει έως και δισεκατομμύρια αντίγραφα ενός συγκεκριμένου δείγματος DNA, καθιστώντας το αρκετά μεγάλο για μελέτη. Η χρήση του επικουρεί την βιοϊατρική έρευνα και την ποινική εγκληματολογία, αλλά δεν συνιστάται για ιατρική διάγνωση, όπως έλεγε και τόνιζε ο ίδιος ο εφευρέτης του. Ουδέποτε δε, πήρε έγκριση για κάτι τέτοιο. Ήδη, πολλοί επιστήμονες της ιατρικής, γενετικής και βιοϊατρικής, από την εσωτερική και διεθνή κοινότητα, στους οποίους δεν δίδεται βήμα επίσημα ενώ λοιδωρούνται και κατηγορούνται σκόπιμα ή τουλάχιστον αποκρύβονται, συμφωνούν ότι η επιδημία κακώς και σκόπιμα παρουσιάσθηκε και εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως πανδημία, ενώ έχει ήδη τελειώσει εδώ και μήνες. Ο δε πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων ήταν πολύ μικρότερος απ΄αυτόν που παρουσίαζαν και παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και η θνησιμότητα πολύ μικρότερη από άλλες κατά καιρούς γρίπες ή την εποχική γρίπη και «γι΄αυτό δεν χρειάζεται να έχει ιδιαίτερη θέση στην Ιατρική σαν θανατηφόρος ιός», δρ.Sucharit Βhakdi ,ειδικός μικροβιολόγος, ιολόγος, ανοσολόγος, επιδημιολόγος-λοιμωξιολόγος (δήλωση στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο στις 20/9/2020). Συνεπώς, είναι απορίας άξιον πώς βγάζει συμπεράσματα, μορφώνει κρίση και γνωμοδοτεί η επιτροπή εμπειρογνωμόνων και ελέω αυτής και βάση αυτής, λαμβάνονται εδώ και 11 μήνες όλα αυτά τα απαγορευτικά και περιοριστικά μέτρα; Σε τι συνίσταται το άμεσο και επείγον; Συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις του νόμου; Εντωμεταξύ, από τις 30/11/2020 διενεργείται προκαταρκτική έρευνα από τον εισαγγελέα κ. Νίκο Ορνεράκη με ειδική εντολή και παραγγελία της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κ. Σωτηρία Παπαγεωργοκοπούλου, για το αν υπάρχει διπλό σύστημα καταγραφής κρουσμάτων από τον ΕΟΔΥ. Όπως γνωρίζετε, η καταγγελία είναι σοβαρή και κρίσιμη και θέτει εν αμφιβόλλω περαιτέρω του εάν και κατά πόσον υπάρχει εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση και απρόβλεπτη ανάγκη. Βέβαια, είναι νομίζω φαιδρό να μιλούμε για απρόβλεπτη ανάγκη μετά από 11 μήνες, καθώς η ανάγκη (εάν υπάρχει) έχει ήδη προκύψει και υποτίθεται είναι γνωστή, τη βιώνουμε (έστω και λεκτικά ή εικονικά και ξέρουμε περί τίνος πρόκειται.

Και βάσει όλων των ανωτέρω, η εν αμφιβόλλω και εν πλήρη συγχύσει εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση, εξακολουθεί να μας περιορίζει και να μας απογυμνώνει. Η ζωή πλέον όλον αυτόν τον καιρό έχει μειωθεί στο επίπεδο μιας καθαρά βιολογικής συνθήκης κι έχει χάσει όχι μόνο την πολιτική της διάσταση, αλλά κι οποιαδήποτε ανθρώπινη διάσταση. Μια κοινωνία η οποία ζει σε μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί ν΄αποτελεί μια ελεύθερη κοινωνία. Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία έχει θυσιάσει την ελευθερία της υπέρ των υποτιθέμενων λόγων «ασφαλείας» κι έτσι καταδικάζεται να ζει αδιάκοπα μέσα σε μια κατάσταση φόβου και ανασφάλειας. Τι είναι μια κοινωνία η οποία πιστεύει μόνο στην επιβίωση; Μια ζωή γυμνή που θυσιάζει όλες τις κανονικές συνθήκες, κοινωνικές σχέσεις, συναισθήματα, πνευματικότητα, μπροστά στον κίνδυνο μόλυνσης. Βιώνουμε μια έκνομη κατάσταση απ΄όπου ελλείπει ο πολιτισμός, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια. Ου δει ένεκα του κινδύνου πράττειν τι ανελεύθερον (Πλάτων).

Όπως ρητά ομολογήθηκε κατά τη σχετική συζήτηση του άρθρου στη βουλή (άρθρ.44 παρ.1 Σ), η διάταξη αυτή επιχειρεί να συγκαλύψει και να νομιμοποιήσει μια ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ του παρελθόντος, όταν μολονότι το Σύνταγμα του 1952 δεν περιείχε σχετική πρόβλεψη, το υπουργικό συμβούλιο εξέδιδε πράξεις με νομοθετικό περιεχόμενο που αργότερα τις κύρωνε η βουλή (σ. 141-142, Συντ. Δίκαιο Δημ. Τσάτσου, εκδ. Σάκκουλα).

Στην πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας τέθηκαν υπό συγκριτική επισκόπηση τα μέτρα που έχουν υϊοθετήσει τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας σε συνάρτηση με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. «Επιτροπή της Βενετίας» ονομάζεται η ΕυρωπαΪκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τη χώρα μας εκπροσωπεί ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, κ. Νίκος Αλιβιζάτος. Συγκεκριμένα, η εξέταση αφορούσε στο εάν και σε ποιο βαθμό εξακολουθούν να λειτουργούν ικανοποιητικά, εν μέσω υγειονομικής κατάστασης ανάγκης, τα θεσμικά αντίβαρα (checks and balances), ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, απρόσκοπτη διεξαγωγή των εκλογικών αναμετρήσεων και η πλήρης αποτελεσματική δικαστική προστασία των εθνικά και υπερεθνικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων-ελευθεριών.

Διαπιστώθηκε ότι στη χώρα μας, εξαρχής αξιοποιήθηκε η θεσμική δυνατότητα που παρέχει το άρθρ.44 παρ.1 Σ για την έκδοση Π.Ν.Π. από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προσυπογραφή, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, δηλ. η de facto κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας, πάντως, φαίνεται να προκρίνει την de jure κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας του γεγονότος ότι συνοδεύεται από τις ακόλουθες αυστηρές εγγυήσεις: την υποχρέωση ενημέρωσης των αρμόδιων οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Γενικός Γραμματέας), την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της απολύτως αναγκαίας παρέκκλισης από τη συνήθη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τον εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα της απόκλισης από τον «κανόνα». Απεναντίας, η de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης δηλ. η εξουσία να κηρύσσει το αρμόδιο πολιτειακό όργανο με απόφασή του κατάσταση εξαίρεσης, κρίνεται ανεπαρκής για τη διαφύλαξη των εγγυήσεων του φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους δικαίου. Η Επιτροπή της Βενετίας θέτει μια σειρά δικλείδων ασφαλείας στις οποίες οφείλουν ν΄ανταποκρίνονται οι ρυθμίσεις της –τεχνοκρατικά αναβαθμισμένης και πολιτικά ενισχυμένης- εκτελεστικής εξουσίας σε «καιρούς κρίσης». Τα αρμόδια όργανα δέον να ελέγχονται με στόχο την αποφυγή κατάχρησης εξουσίας. Συνεπώς, οι εξαιρετικές ρυθμίσεις που θέτουν θα πρέπει να πληρούν τους όρους της προσήκουσας αιτιολόγησης, της ασφάλειας δικαίου, της απαγόρευσης διακρίσεων, της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου (γενικός και αντικειμενικός χαρακτήρας των ρυθμίσεων) και, φυσικά, της τήρησης του ανάλογου μέτρου ανάμεσα στην έκταση των περιορισμών και στον επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που συντρέχει (δημόσια υγεία). Η προσφορότητα (καταλληλότητα του μέτρου σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό), η αναγκαιότητα (έλλειψη ηπιότερων εναλλακτικών μέσων για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος) και η strict sensus αναλογία (το κοινωνικό όφελος από τη λήψη των περιοριστικών μέτρων να υπερβαίνει το αθροιστικά προκαλούμενο κόστος), δεν μπορεί παρά να εξετάζεται σε συσχέτιση με τη χρονική εμβέλεια των μέτρων. Όσο παρατείνεται, λοιπόν, η κατάσταση ανάγκης, τόσο πιο επιτακτικός και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένος οφείλει να είναι ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που λειτουργεί ως ratio για τη θέσπιση περιορισμών στην ελευθερία κίνησης, την οικονομική-επαγγελματική ελευθερία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία των θρησκευτικών συναθροίσεων κλπ.

Η πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση επιχειρεί να νομιμοποιήσει την αυξημένη εξουσία που απολαμβάνει σε καιρούς «κρίσης» μέσα από τον λόγο (εργαλειακός ορθολογισμός και discourse συνάμα) της τεχνοκρατικής ειδημοσύνης. Προσδίδει οιονεί θεσμικό χαρακτήρα σε ανεπίσημες διαδικασίες (λ.χ. συναντήσεις με την επιτροπή ειδικών και γνωμοδοτήσεις αυτών), αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τον παραδοσιακό κοινοβουλευτικό έλεγχο της δράσης της. Ελλοχεύει έτσι, ο κίνδυνος υποκατάστασης της δημοκρατικής διαβούλευσης από την «αυταπόδεικτη» αποτελεσματικότητα. Αποκρύπτεται βέβαια, το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ομοφωνία όλων των λοιμωξιολόγων σαν να πρόκειται για φυσικό φαινόμενο, αλλά για συνθήκες πρωτοφανούς επιστημονικής αβεβαιότητας και κατά πλειοψηφία κρίση των συγκεκριμένων λοιμωξιολόγων που έχουν επιλεγεί από την πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση. Έτι περαιτέρω, τα πορίσματά τους αν και αξιοποιούνται ως η βασική αιτιολόγηση των ρυθμίσεων της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης, δε δημοσιεύονται, αλλά ούτε και εξάγονται ασφαλώς και τεκμηριωμένα (καθόσον υπάρχουν ελλειπή και ανακριβή στοιχεία αμφιβόλλου εγκυρότητας από τις αναφορές του ΕΟΔΥ, ως προείπα) με αποτέλεσμα να εξασθενεί η λογοδοσία των κυβερνώντων απέναντι στους πολίτες.

Όπως διατυπώνεται ρητά και απερίφραστα στην Έκθεση, «το κοινοβούλιο πρέπει να παραμένει το κέντρο της πολιτικής ζωής (σ.19) ανεξαρτήτως συνθηκών».

Η δε πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von der Leyen δήλωσε στις 31 Μαρτίου 2020 ότι «κάθε μέτρο έκτακτης ανάγκης πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο και να είναι απολύτως αναλογικό, ενώ δεν μπορεί να διαρκεί επ΄αόριστον. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο».

Εξάλλου, η Επιτροπή της Βενετίας, στην παρ. 49 της ενδιάμεσης έκθεσης, υπογραμμίζει ότι η επανεξέταση της κήρυξης και η παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, καθώς και η ενεργοποίηση και εφαρμογή των εξουσιών έκτακτης ανάγκης, είναι ζωτικής σημασίας και ότι θα πρέπει να είναι δυνατός ο κοινοβουλευτικός και δικαστικός έλεγχος. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2020 σχετικά με τον αντίκτυπο των μέτρων κατά της covid-19 στη δημοκρατία, τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου καλεί τα κράτη-μέλη (μεταξύ άλλων):

-να εξετάσουν το ενδεχόμενο εξόδου από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή να περιορίσουν με άλλο τρόπο τις επιπτώσει της στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα,

-να αξιολογήσουν τους συνταγματικούς και θεσμικούς κανόνες που ισχύουν στην εθνική τους τάξη υπό το πρίσμα των συστάσεων της Επιτροπής της Βενετίας, για παράδειγμα μεταβαίνοντας από μια de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βασίζεται στο κοινό δίκαιο σε μια de jure κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βασίζεται στο σύνταγμα, παρέχοντας έτσι καλύτερες εγγυήσεις για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Να ορίσουν ρητά σε νομοθετική πράξη , όπου διατηρείται η de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης , τους στόχους, το περιεχόμενο και την έκταση της εκχώρησης εξουσίας από τον νομοθετικό βραχίονα στον εκτελεστικό,

-να διασφαλίσουν ότι τόσο η κήρυξη και η πιθανή παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αφενός, όσο κι η ενεργοποίηση και εφαρμογή των εξουσιών έκτακτης ανάγκης, αφετέρου, υπόκεινται σε αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο και δικαστικό, τόσο εσωτερικό όσο και εξωτερικό, και να διασφαλίσουν ότι τα κοινοβούλια έχουν το δικαίωμα να διακόψουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ( σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2020 (CDL-AD(2020) 018) παράγραφοι 59-62 κλπ..

Στη χώρα μας, η βουλή, παράλληλα με τη νομοθετική της αρμοδιότητα, έχει επίσης ως πρωταρχικό έργο τον ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ. Οι βασικές πράξεις κοινοβουλευτικού ελέγχου ορίζονται από το σύνταγμα.

Αλήθεια, τους 300 της βουλής, όλον αυτόν τον καιρό, γιατί τους πληρώνουμε; Ποιος ο ενεργός ρόλος των βουλευτών σήμερα; Εξακολουθεί να ισχύει σήμερα το άρθρ.1 του συντάγματος; Εξακολουθεί να ισχύει το ίδιο το σύνταγμα της Ελλάδας ή ισχύει «l’ etat c’ est mois»; Ή μήπως η κατά Σμιτ κυριαρχία,όπου με την αναστολή των νόμων και την κήρυξη του καθεστώτος εξαίρεσης, η κυριαρχία γίνεται αυτόνομη, ανεξάρτητη και αυτοθεσπιζόμενη;

Η οποιαδήποτε παράκαμψη του κοινοβουλίου, αποτελεί κακοποίηση του πολιτεύματος με σύγχρονη επιβολή συνεχών μέτρων απαγόρευσης, με ταχύτατους ρυθμούς και πολύτροπα. Στην κυριολεξία δεν προλαβαίνει ο πολίτης να πάρει ανάσα και να ανασυγκροτηθεί.

Ασκείται μία βίαιη εξουσία επί του σώματος (περιορισμός μετακινήσεων, χρήση μάσκας παντού, μη επιτρεπτές αθλητικές δραστηριότητες, απαγόρευση σωματικών επαφών κ.ά.), επί  του πνεύματος (τέλεια κατάλυση κι απαγόρευση κάθε πνευματικής εκδήλωσης), επί της διανόησης και κριτικής σκέψης και συλλογιστικής (εκμηδενισμός κάθε αντίθετης απόπειρας σκέψης και αντίδρασης), επί της υπάρξεως συνολικά, η οποία έχει ιατρικοποιηθεί. Επί πλέον, η ύπαρξη του κάθε πολίτη έχει υποστεί ασφυκτική πίεση καθημερινή και 24 ωρη, με την τεχνολογία και τα ΜΜΕ να συμβάλουν αποφασιστικά σε όλα αυτά, όπου η μεν πρώτη αδρανοποιεί και δημιουργεί εξαρτώμενους άνοους εγκεφάλους, η δε δεύτερη, παίζει αποφασιστικό ρόλο στην καθυποταγή και στον εκφοβισμό του ατόμου.

Η δε επιβαλλόμενη φυσική και σωματική απομόνωση του ατόμου, σε συνδυασμό με την τακτική φόβου επί μακρόν, εκμηδενίζει την ατομική προσωπικότητα και όλα τα άτομα συγχωνεύονται ως μάζα σε μία ενιαία οντότητα σκέψης και συναισθήματος.

«Αν το άτομο χαρακτηρίζεται από την κριτική ικανότητα, τη συνείδηση και τη λογική, αν μπορεί να σκεφτεί και να αξιολογήσει τις καταστάσεις και τη θέση του μέσα σ΄αυτές, στη μάζα όλα τα άτομα εξισώνονται προς τα κάτω» Gustav le bon “Η ψυχολογία των μαζών”.

Σε όλο αυτό το καθεστώς άγνοιας και τρόμου που τεχνιέντως μας καθοδήγησε η κυρίαρχη εκτελεστική εξουσία, η τάξη των ειδημόνων και των λειτουργών της δικαιοσύνης τηρούμε «σιγή ιχθύος» λες και ηδονιζόμαστε με το να βλέπουμε τα αδαή άτομα να τρέμουν εγκλωβισμένα ψυχή τε και σώματι σ΄ένα πλέγμα μύθων και παραμυθιών με δράκους από τη μία και προστάτες από την άλλη.

Βλέπουμε και υφιστάμεθα καθημερινά επί 11 τραγικούς μήνες , την εκμηδένιση του ατόμου, την παραβίαση των ανθρωπίνων αξιών και δικαιωμάτων (που τόσο όμορφα και τεχνοκρατικά προστατεύονται κατά τ΄άλλα από το σύνταγμα, τους εθνικούς νόμους και πλήθος ευρωπαϊκών συνθηκών, οικουμενικές διακηρύξεις και Διεθνή σύμφωνα, ψηφίσματα, οδηγίες και συμβούλια), κι όμως σιωπούμε, εθελοτυφλούμε και κωφεύουμε «τυφλοί τα τ΄ώτα τον τε νουν, τα τ΄όμματα» γινόμαστε και παραπαίουμε ανάμεσα στο «αίσθημα ευθύνης και παραδειγματισμού» και στην ξιπασιά του λειτουργού της τρίτης εξουσίας, κρατώντας φιμωμένα τα στόματα και τις σκέψεις μας. Όμως, «ου γαρ εκπέλλει φρονείν μέγα όστις δούλος εστι των πέλας»(Σοφοκλής, Αντιγόνη). Διότι, εξανδραποδισθήκαμε και ημείς κι ας θεωρούμε ότι κρατούμε κάποια ηνία. Τις αλυσίδες μας κρατάμε κι ας μην τις βλέπουμε ή κάνουμε πως δεν τις βλέπουμε. Το μόνο που βλέπουμε είναι το έδαφος και τα πόδια μας, είτε από άγνοια είτε από φόβο που μας τον φυτεύσανε. Βέβαια, η άγνοια στον χώρο μας δεν συγχωρείται ούτε νοείται ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά τον σημερινό εκμαυλισμό που υφίσταται το δίκαιο και όσα ανωτέρω εξετέθησαν και παρ΄όλα αυτά καμία δικαστική έρευνα, εισαγγελική παραγγελία για έρευνα ή δικαστικός έλεγχος δε γίνεται. Καμία αντίσταση κατά της κατάλυσης του συντάγματος, το οποίο κακοποιείται βάναυσα τελευταία ή παρακάμπτεται άνομα. Μήπως έγινε πραξικόπημα και μόνο τα τανκς δεν είδαμε; Και ανεπαισθήτως «έκτισαν τα τείχη» και μεις «δεν ακούσαμε ποτέ κρότον ή ήχον»; Ενώ ακόμη «περιμένουμε τους βαρβάρους»; Καμία προσφυγή στο ΕΔΔΑ δεν έγινε! Άραγε, μήπως λοιπόν από φόβο; Μα ούτε αυτό επιτρέπεται και συγχωρείται στο χώρο μας, διότι είμαστε ΓΝΩΣΤΕΣ. Γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα τους θεσμούς, τους νόμους και τα δικαιώματα των πολιτών. Μπορούμε να απαιτήσουμε την τήρηση των νόμων και του συντάγματος με τον πλέον νόμιμο τρόπο, και είμαστε ανεξάρτητοι, τίποτα δεν θα έπρεπε να μας φοβίζει . τίποτα δεν θα έπρεπε να μας αναγκάσει να σκύψουμε τον τράχηλον. Παρ΄όλα αυτά, τον σκύβουμε! Αιδώς Αργείοι!!!

  Τελειώνω με τον αγαπημένο μου δάσκαλο και σεπτό πανεπιστήμονα Αριστοτέλη:

«το ξεχείλωμα των νόμων προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (ή πολύ περισσότερο, η θέσπιση άδικων νόμων για τους ίδιους λόγους) δεν προδίδει μόνο μια κοινωνία αρπακτικών, αλλά, πρωτίστως, μια κοινωνία ηλιθίων».

Φευ!

Ενδεικτικά θέτω υπ΄όψιν όσων ενδιαφερθούν προς έρευνα, συλλογή στοιχείων, σύγκρισυη, ανάλυση, ενημέρωση, νομική βασιμότητα ή απλή πληροφόρηση, πέραν των μονοφωνικών δεδομένων που λαμβάνουμε καθημερινά και επιπλέον των όσων αναφέρθηκαν στο περιεχόμενο του παρόντος:

1."Διεθνής μήνυση για το σκάνδαλο του κορωναϊού" , you tube, Reiner Fullmich, δικηγόρος Γερμανίας,
2. Συνέντευξη του δρ. Ιωαννίδη, καθηγητή στο Στάνφορντ της ιατρικής στατιστικής,
3. Συνέντευξη του ερευνητή David Icke και
4. άρθρ. 134 επ. Π.Κ. «περί εσχάτης προδοσίας».

Μετά  τιμής,
Αργυρώ Τέγουτζικ, Ειρηνοδίκης Β΄.

 

ΠΗΓΗ: sibilla.gr

Read more...

Είναι ποινικό αδίκημα η κατάληψη κτιρίου;

Είναι λογικό το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να επικεντρώνεται στη νομιμότητα της σύλληψης των τριών μελών της οικογένειας Ινδαρέ που είχε την ατυχία η οικία της να συνορεύει με το κτίριο της κατάληψης της οδού Ματρόζου. Είναι όμως εξίσου σοβαρό και το θέμα των επιχειρήσεων για την εκκένωση των κατειλημμένων κτιρίων από αστυνομικές δυνάμεις, των οποίων (επιχειρήσεων) η νομιμότητά - δυστυχώς - δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη είτε έγιναν βάσει εισαγγελικών εντολών , είτε και με την παρουσία εισαγγελέων κατά τη διεξαγωγή τους.

Με αφορμή λοιπόν την επιχείρηση για την εκκένωση της κατάληψης της οδού Ματρόζου, τίθεται το ζήτημα αν συνιστά ποινικό αδίκημα η κατάληψη κτιρίου και κάτω από ποιές προϋποθέσεις είναι δυνατή η επέμβαση αστυνομικών δυνάμεων για την εκκένωσή του.

Κατ' αρχήν, βάσει του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. “

Εν προκειμένω νόμος που να περιγράφει ως ποινικό αδίκημα την προσβολή της ιδιοκτησίας που γίνεται με κατάληψη ακινήτου δεν υφίσταται. Η πράξη αυτή είναι μεν παράνομη, καθόσον συνιστά προσβολή της νομής κατ' άρθρο 984 Α,Κ. , ωστόσο συνιστά αστική διαφορά που επιλύεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Ο κύριος του ακινήτου που αποβλήθηκε παρανόμως έχει αξίωση απόδοσης του ακινήτου του και αποβολής του καταληψία και προστατεύεται είτε με την αγωγή της νομής (άρθρο 987 Α.Κ) είτε με τη διεκδικητική αγωγή (1094 Α.Κ). Η αποβολή του καταληψία διατάσσεται με δικαστική απόφαση και εκτελείται με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.

Το ερώτημα λοιπόν που εν συνεχεία πρέπει να μας απασχολήσει είναι βάσει ποιας ποινικής διάταξης έγινε και μάλιστα με τόσο θεαματικό – και βίαιο – τρόπο η εκκένωση της κατάληψης της οδού Ματρόζου;

Αν υποθέσουμε ότι έγινε βάσει της παρ. 1 του άρθρου 334 Π.Κ (διατάραξη οικιακής ειρήνης), τότε δυστυχώς θα πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχει τεράστιο έλλειμμα νομιμότητας για τους εξής λόγους:

Η διάταξη αυτή όρίζει ότι τιμωρείται όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στο χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που αυτός χρησιμοποιεί. Πρόκειται για εγκληματική συμπεριφορά που προσβάλλει την προσωπική ελευθερία του ατόμου, η οποία εξειδικεύεται στο απαραβίαστο της ιδιωτικής σφαίρας και για να στοιχειοθετηθεί πρέπει η παράνομη είσοδος ή η παράνομη παραμονή να έγινε σε κατοικία προσώπου, δηλαδή σε οίκημα, στο οποίο το πρόσωπο αυτό διαμένει ή χρησιμοποιεί για την εργασία του.

Εν προκειμένω τόσο η κατάληψη της οδού Ματρόζου, όσο και οι άλλες καταλήψεις κτιρίων που εκκενώθηκαν αφορούσαν κτίρια εγκαταλελλειμένα και από χρόνια αχρησιμοποίητα από τους ιδιοκτήτες τους και συνεπώς δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, καθώς δεν υφίσταται η βασική προϋπόθεση της χρήσης των κτιρίων αυτών για τη διαμονή προσώπων.

Συμπερασματικά: Δεν συνιστά ποινικό αδίκημα η προσβολή της ιδιοκτησίας που γίνεται με κατάληψη ακινήτου . Υφίσταται σοβαρό έλλειμμα νομιμότητας, αν οι προσφατες αστυνομικές επιχειρήσεις εκκένωσης κατειλημμένων κτιρίων στηρίχθηκαν στη διάπραξη του εγκλήματος του άρθρου 334 παρ. 1 ΠΚ .

 

Στέλλα Πατρώνα

Δικηγόρος

 

 

Read more...

Κάτω τα χέρια από το άσυλο

Αναδημοσιεύμε από το "antapocrisis.gr"

Του Κώστα Παπαδάκη

Άσυλο εξ ορισμού είναι χώρος περιορισμού των δικαιωμάτων της εξουσίας απέναντι στον πολίτη. Αποτέλεσε από τις απαρχές της ιστορίας λαϊκή κατάκτηση που και όταν ακόμα δεν κατοχυρώθηκε νομικά βρίσκονταν ψηλά στην κοινωνική συνείδηση και αποτελούσε άγραφο νόμο.

Το Κυλώνειο άγος (632 πΧ) έμεινε στην ιστορία ως μία πράξη ντροπής ήταν σφαγή οπαδών του Κύλωνα στην Ακρόπολη που αποτελούσε άσυλο, έστω ως χώρος λατρείας των θεών. Αλλά και στα σημερινά χρόνια το άσυλο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής απετέλεσε κατοχυρωμένο και μάλιστα με συνταγματική περιωπή θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα (άρθρο 9 Σ), ενώ η από μέρους κρατικού υπαλλήλου παραβίαση του οικιακού ασύλου, δηλαδή είσοδος σε ιδιωτική κατοικία χωρίς τη θέλησή του, χωρίς τις διατυπώσεις του νόμου και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού αποτελεί ποινικό αδίκημα (ΠΚ 241) απειλούμενο μάλιστα με υψηλότερη ποινή από το αδίκημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης (ΠΚ 334) και πολύ σωστά αφού η από μέρους οργάνου της εξουσίας παραβίαση του νόμου έχει πολύ μεγαλύτερη επικινδυνότητα και άρα απαξία από την αντίστοιχη ενός ιδιώτη. Περιορισμοί που προβλέπονται και για την κατ’ οίκον έρευνα, την κατά κανόνα απαγόρευσή της στη διάρκεια της νύχτας (ΚΠοινΔ 254) αποβλέπουν επίσης στην προστασία του οικιακού ασύλου.

Αναμφισβήτητη άλλωστε είναι και η έννοια του πολιτικού ασύλου που προστατεύει πρόσωπα που διώκονται από αντίπαλα καθεστώτα για τους πολιτικούς αγώνες τους και υποχρεώνει τα κράτη στα οποία καταφεύγουν να τα προστατεύουν όταν αυτό διαπιστώνεται.

Αν για τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή προβλέπεται και νομοθετήθηκε άσυλο, δεν συμβαίνει το ίδιο κατά τρόπο συγκεκριμένο με την προστασία των συλλογικών πολιτικών δικαιωμάτων παρότι το Σύνταγμα επιτάσσει την εγγύηση του κράτους για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου (Σ 25 παρ. 1). Τα κινήματα δεν έχουν “το σπίτι τους” κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα αν και το έχουν κατακτήσει με αγώνες δεκαετιών που κανένας δεν τόλμησε να αμφισβητήσει.

Ένα τέτοιο σπίτι είναι το Πανεπιστημιακό Άσυλο. Θα μπορούσαν η μπορεί στο μέλλον στη θέση των Α.Ε.Ι. να είναι τα Εργατικά κέντρα, τα Δημαρχεία, οι πλατείες, τα δημόσια και δημοτικά κτίρια, κάποια άλλα “άβατα”. Συνέβη για λόγους ιστορικούς και ιδιαίτερους σε αυτήν την χώρα η θεμιτή και σεβαστή συνταγματικά κινηματική ασυλία να στεγασθεί στο πανεπιστήμιο. Και όχι φυσικά χάριν προστασίας της τριτοβάθμιας ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Στο Ελληνικό κράτος η τελευταία δεν γνώρισε ποτέ διωγμούς, όπως στην μεσαιωνική Ευρώπη. Αντίθετα υπήρξε θεραπαινίδα των εξουσιών και διαπιστευμένη πηγή παροχής της αστικής γνώσης και ιδεολογικής συγκρότησης των μελλοντικών στελεχών της κοινωνίας. Συνεπώς ούτε κινδύνευσε ποτέ από την εξουσία, ούτε δεν είχε ανάγκη κανενός ασύλου. Ποτέ δεν μπήκε αστυνομία σε Α.Ε.Ι. για να διακόψει μάθημα η άλλη εκπαιδευτική πράξη. Η νεοελληνική ιστορία δεν έχει καταγράψει καμία τέτοια περίπτωση. Αντίθετα, έχει καταγράψει από πολύ παλιά τη νομιμοποίηση του πανεπιστημιακού ασύλου στη συλλογική συνείδηση ως χώρου προστασίας λαϊκών κινητοποιήσεων και ασυλίας από την αστυνομική επέμβαση.

Πρώτη τέτοια περίπτωση τα «Σκιαδικά» (Μάιος 1859): Στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών καταφεύγουν φοιτητές και μαθητές χαμηλών κοινωνικών τάξεων, που φορούσαν ελληνικά καπέλα (σκιάδια) από τη Σίφνο, καταδιωκόμενοι από τη φοιτητική ελίτ ύστερα από πρόκληση έντασης από εισαγωγείς πανάκριβων ευρωπαϊκών καπέλων που έβλεπαν τα συμφέροντά τους να απειλούνται, πληρωμένους τραμπούκους και την αστυνομία, που τελικά επεμβαίνει στον χώρο του ασύλου και ακολουθούν πολυήμερες συγκρούσεις. Ο ίδιος ο πρύτανης του Πανεπιστημίου καταγγέλλει την παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου λέγοντας ότι το πανεπιστήμιο είναι μόνον χώρος διδασκαλίας.

Είναι όμως προφανές ότι αυτό που υπερασπίζεται δεν είναι η διδασκαλία, αλλά η ελεύθερη διάδοση των ιδεών, που είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Ακολουθεί πολιτική κρίση που οδηγεί στην παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας. Και περνούν πολλές δεκαετίες για να ξαναμπεί η αστυνομία στα Πανεπιστήμια. Δεν μπήκε ούτε στα «Γαλβανικά», πολυήμερη κατάληψη του Πανεπιστημίου ενάντια στις αυθαιρεσίες του καθηγητή Ιατρικής Γαλβάνη τον Ιανουάριο 1897 από τους φοιτητές με σκληρές συγκρούσεις, ακόμα και νεκρό φοιτητή από σφαίρα αστυνομικού, Δεν μπήκε ούτε τα επόμενα χρόνια στα «Ευαγγελικά» (1901), τα «Σανιδικά», (1902) τα «Ορεστειακά» (1903). Οι τελευταίες κινητοποιήσεις καταγράφονται παρά τον αντιδραστικό τους χαρακτήρα, αφού αιτήματά τους ήταν να μην μεταφρασθεί το ευαγγέλιο στην απλή έστω καθαρεύουσα, να παιχτεί η Ορέστεια τριλογία στην αρχαία ελληνική γλώσσα κλπ. Το φοιτητικό κίνημα αποκτά προοδευτικό χαρακτήρα και εντάσσεται στις κοινωνικές δυνάμεις του κοινωνικού μετασχηματισμού μετά τη δεκαετία 1920 υπό την επιρροή της Αριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση κάτι μένει, αφού στον Οργανισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών (ν. 5343/1932, άρθρο 125) απαγορεύεται ρητά η είσοδος άλλων πλην φοιτητών και διδασκόντων στο Πανεπιστήμιο χωρίς άδεια του Πρύτανη. Προφανώς φωτογραφίζεται η αστυνομία : αυτήν αφορά η απαγόρευση.

Στα μετεμφυλιακά χρόνια της δεκαετίας 1950 και μετά οι συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων απαγορεύουν την παρουσία μελών του Σπουδαστικού της Ασφάλειας στις συνελεύσεις και στις σχολές, επικαλούμενες το Πανεπιστημιακό Άσυλο. Στα χρόνια της δικτατορίας η Σύγκλητος του ΕΜΠ παραιτείται όταν η αστυνομία εισβάλλει σε αυτό (14.2.1973), αντίθετα με τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ που επιτρέπει την βίαιη αστυνομική εκκένωση της κατειλημμένης Νομικής την ίδια περίοδο, ενώ λίγους μήνες μετά η Σύγκλητος του ΕΜΠ επικαλούμενη επίσης το πανεπιστημιακό άσυλο αρνείται να δώσει στην αστυνομία την άδεια εκκένωσης του κατειλημμένου Πολυτεχνείου στις 15/11/1973 και μόνο εκ των υστέρων εγκρίνει την επέμβαση του στρατού με την γνωστή επιχειρηματολογία της χούντας.

Στην κοινοβουλευτική διαβούλευση για το Σύνταγμα 1975 υπάρχει ζωηρή άποψη να αναφερθεί ρητά το πανεπιστημιακό άσυλο στις συνταγματικές διατάξεις. Τελικά υποχωρεί θεωρώντας αρκετό το ότι το άρθρο 16 το υπονοεί στην ακαδημαϊκή ελευθερία που κατοχυρώνει. Και άλλωστε ο τότε Υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης δηλώνει στη Βουλή ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει το Πανεπιστημιακό Άσυλο.

Ωστόσο κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει το πανεπιστημιακό άσυλο, παρότι παραμένει στον χώρο του “συνταγματικού εθίμου”. χωρίς να κατοχυρώνεται έστω σε κοινό νόμο. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης τα Πανεπιστήμια ανθούν ως χώροι συνελεύσεων, εκδηλώσεων, όχι μόνο φοιτητικών αλλά και πολιτικών διαδικασιών, αφετηρίας και λήξης πορειών κ.λ.π. Όλα τα πρωτοποριακά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα αποκτούν στους χώρους τους την επαφή και τη γείωση με την κοινωνία. Και δίνουν στο Πανεπιστήμιο, που γίνεται το “σπίτι του κινήματος” την πραγματική και πολύπλευρη μορφωτική εν τέλει λειτουργία των οριζόντων αυτών, που καμία κατεστημένη ακαδημαϊκή διδασκαλία ούτε μπορεί, ούτε θέλει να δώσει. Το σύνθημα “Το άσυλο ανήκει σε όλον τον λαό” δονεί συχνά τις διαδηλώσεις.

Το ΠΑΣΟΚ, με το ν. 1268/1982 (άρθρο 2) διατυπώνει για πρώτη φορά την έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου «καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ (σ. είχε γεννηθεί θέμα αν εκτείνεται και στα προαύλια) και συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση η άδεια του αρμοδίου οργάνου…..»

Ταυτόχρονα διατυπώνει και τους όρους της παραβίασής του μέσα από όργανο συνδιοίκησης (την οποία επίσης με σκοπό την ενσωμάτωση του φοιτητικού κινήματος και τη χρήση του για την μεταβολή των συσχετισμών στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ καθιερώνει), την τριμελή επιτροπή ασύλου (Πρύτανης, εκπρόσωπος ΔΕΠ, εκπρόσωπος φοιτητών).

Και για πρώτη φορά το Νοέμβρη 1985 η αστυνομία παραβιάζει το Πανεπιστημιακό άσυλο μετά από άδεια της επιτροπής και εκκενώνει το κατειλημμένο για μία εβδομάδα λόγω διαμαρτυρίας για την δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτέζα στα Εξάρχεια από αστυνομικό στις 17/11/1985 Χημείο (τότε στη Ναυαρίνου και Χ. Τρικούπη) με το πρόσχημα του κινδύνου έκρηξης από τις διάφορες χημικές ουσίες στο υπόγειο. Η κατακραυγή του φοιτητικού κόσμου και όχι μόνο είναι πλήρης : Δεν υπάρχει συνέλευση σχολής που να μην καταδικάσει την – νομότυπη αλλά ποτέ νόμιμη στις συνειδήσεις – παραβίαση του ασύλου, ενώ ο εκπρόσωπος των φοιτητικών συλλόγων του ΕΚΠΑ στην επιτροπή ασύλου και μέλος της ΠΑΣΠ διαγράφεται από μέλος του φοιτητικού συλλόγου της σχολής του (Οικονομικό Νομικής) με ομόφωνη σχεδόν απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.

Στις 18/11/1995 είναι η επόμενη σημαντική παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου : Τα ΜΑΤ εκκενώνουν το κατειλημμένο από την προηγούμενη μέρα από αντιεξουσιαστές για συμπαράσταση στους αγώνες των κρατούμενων Πολυτεχνείο και προχωρούν σε 500 και πλέον συλλήψεις, που καταλήγουν σε δίκες με ομοιόμορφες κατηγορίες χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία για κανέναν πλην της παρουσίας του στο κτίριο, η έκβαση των οποίων συχνά εξαρτάται όχι από τα στοιχεία, αλλά από την μεταμέλεια η μη των κατηγορουμένων.

Ο «νόμος Γιαννάκου» (ν. 3549/2007) έρχεται μέσα στις πολύμηνες κινητοποιήσεις ενάντια στην τροποποίηση του άρθρου 16Σ να περιστείλει (άρθρο 3) την κατοχύρωση του ασύλου τόσο ως προς το εύρος («όλους τους χώρους των ΑΕΙ στους οποίους γίνεται εκπαίδευση και έρευνα»), όσο και ως προς την έννοια του ασύλου «αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και για την προστασία του δικαιώματος στη γνώση στη μάθηση και την εργασία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας…..»

Ενώ καταργεί την τριμελή επιτροπή ασύλου και μεταθέτει τη σχετική αρμοδιότητα στο Πρυτανικό Συμβούλιο. Δεν τολμά ωστόσο να πειράξει την παράγραφο (1) του άρθρου (3) της οποίας η διατύπωση μένει ίδια όπως του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 1268/1982 : «Στα ΑΕΙ κατοχυρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και διδασκαλία, καθώς και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών» την οποία μάλιστα αφήνει αμετάβλητη και ο μετέπειτα σαρωτικός «νόμος Διαμαντοπούλου».

Οι καταλήψεις της Νομικής και του ΕΜΠ και άλλων σχολών μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, καθώς και οι ήδη εκδηλούμενες αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις (απεργίες, συνελεύσεις αγανακτισμένων, καταλήψεις κλπ) εξωθούν την τότε κυβερνητική εξουσία στην ύστατη γραμμή αντεπίθεσης.

Έτσι ψηφίζεται ο «νόμος Διαμαντοπούλου» (ν. 4009/2011) που καταργεί κάθε απαγόρευση αστυνομικής επέμβασης ορίζοντας (άρθρο 3 παρ. 2) ότι «Σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία».

Μόνη αυτή η υπόμνηση είναι αρκετή για να καταδείξει την υποκρισία όσων προφασίζονται ότι η παραβατικότητα εντός και πέριξ των ΑΕΙ οφείλεται στην – ανύπαρκτη από το 2011 – νομοθεσία του πανεπιστημιακού ασύλου. Και όμως από τότε και μετά ισχυροποιείται η παραβατικότητα αυτή.

Έξι χρόνια αργότερα, ο νόμος Γαβρόγλου (ν. 4485/2011, άρθρο 3) επαναφέρει την απαγόρευση επέμβασης της αστυνομίας, την οποία επιτρέπει αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση τέλεσης κακουργήματος η εγκλήματος κατά της ζωής και μετά από άδεια του Πρυτανικού Συμβουλίου σε κάθε άλλη περίπτωση, χωρίς εν τέλει να την απαγορεύει ποτέ.

Κανένας από αυτούς τους νόμους λοιπόν δεν απαγορεύει την αστυνομική επέμβαση για ότι συμβαίνει εκτός του κτιρίου και του περιβόλου της σχολής. Είναι ψέμα ο ισχυρισμός ότι χρειάζεται άδεια της επιτροπής για τη διακίνηση ναρκωτικών που γίνεται στην αυλή του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθήνας η στους πέριξ της ΑΣΟΕΕ δρόμους η παλαιότερα στην Τοσίτσα.

Αλλά και μέσα στους χώρους της σχολής δεν υπήρξε κανένας νόμος που να μην επιτρέπει την χωρίς διατυπώσεις (δηλαδή προηγούμενη αίτηση η παροχή άδειας από πανεπιστημιακό όργανο) επέμβαση της αστυνομίας σε περίπτωση διάπραξης κακουργήματος η αυτόφωρου πλημμελήματος στρεφόμενου κατά της ζωής.

Καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις παραβίασης του ασύλου δεν έγινε με επίκληση διάπραξης κακουργημάτων η αδικημάτων κατά της ζωής. Έγιναν βέβαια φθορές και υλικές ζημιές για τις οποίες κανείς δεν πρέπει να είναι περήφανος. Αλλά η κοινωνική και πολιτική οργή δεν συγκρατείται πάντα εντός η εκτός των Α.Ε.Ι.

Δεν είναι συνεπώς η περιφρούρηση της νομιμότητας από τα τελούμενα πέριξ πανεπιστημιακών χώρων ποινικά αδικήματα το κίνητρο για την εξαγγελλόμενη κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Είναι η απαλλαγή των πανεπιστημιακών χώρων από τις κινηματικές διαδικασίες, τις συνελεύσεις, τις εκδηλώσεις, τις αφίσες, τα συνθήματα, τη διακίνηση εντύπων. Είναι ο σκοπός ποινικών διώξεων όσων δρουν πολιτικά στο πανεπιστήμιο.

Είναι η πειθάρχηση των ΑΕΙ και του φοιτητικού κινήματος που απέτρεψε την τροποποίηση του άρθρου 16Σ και την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο στόχος που δεν κατόρθωσε ποτέ καμία κυβέρνηση να πετύχει και η μετατροπή τους σε χώρους πολυτελών κολλεγίων για να παράγουν ειδικευμένους πειθήνιους και να διασυνδέονται ανεμπόδιστα με την ιδιωτική αγορά προσαρμόζοντας την εκπαιδευτική και ερευνητική τους δραστηριότητα στις ανάγκες και τις παραγγελίες της. Είναι η εμπέδωση μιας γενικευμένης κουλτούρας καταστολής και συρρίκνωσης δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που διαπνέει όχι μόνο τις εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και όλο το φάσμα των νομοθετικών παρεμβάσεων τα τελευταία χρόνια σε απεργίες και ποινικοποιήσεις κινητοποιήσεων. Είναι τελικά η αντεπίθεση της εξουσίας που κλιμακώνεται με την ανάκτηση του πανεπιστημίου και τον αποχαρακτηρισμό του ως χώρου περιορισμού της εξουσίας απέναντι στο κίνημα. Γιατί έχει τους συσχετισμούς να κάνει πλέον και αυτό. Η μάλλον έτσι νομίζει.

Αυτό το “σπίτι του κινήματος” που κινδυνεύει οφείλουμε να το υπερασπιστούμε. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεν υπάρχει χώρος για τους αγώνες, οι αγώνες ουσιαστικά θα τεθούν εκτός νόμου. Ότι η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου δεν γίνεται ούτε για τους “μπαχαλάκηδες”, ούτε για τη διακίνηση ναρκωτικών, ούτε για την παραβατικότητα. Όλα αυτά είναι προσχήματα και ελάχιστα ενοχλούν τις εξουσίες, αν δεν εκπορεύονται από αυτές τις ίδιες.

Έχουμε χρέος όλες οι παλιότερες φοιτητικές γενιές που πέρασαν από τις σχολές να υπερασπίσουμε την ιστορία μας, να υπερασπίσουμε τη λειτουργία που μας έδωσε την πολυτέλεια να είμαστε πολιτικοποιημένοι, να σκεφτόμαστε πέρα από όσα μας επιβάλλουν η μας επιτρέπουν, να μην εξαντλούμε την κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτική μας πρακτική στο ρόλο του πελάτη του – για πόσο ακόμη – δημόσιου Α.Ε.Ι. Έχουμε χρέος να μην επιτρέψουμε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου ούτε στο νόμο, ούτε στην πράξη.

Read more...

Συνταγματική η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων λέει το ΣΤΕ

Όπως γράφαμε και παλιότερα, αφού μεσολάβησαν διάφορες πιέσεις αλλά και διευθετήσεις προς το δικαστικό σώμα, ανατράπηκε η πλειοψηφία υπέρ της αντισυνταγματικότητας. Οι θεματοφύλακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας μπορούν να συνεχίσουν απερίσπαστοι το έργο τους.

 

 

Αναδημοσιεύουμε από το blog "ΕΥΦΟΡΗ ΠΕΔΙΑΔΑ ιδεών αγώνων πολιτισμού"

Συνταγματική η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων λέει το ΣΤΕ που έλεγε τα αντίθετα Προφανώς πολλά μεσολάβησαν

Θυμίζουμε ότι με διάφορους μνημονιακούς νόμους των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, μειώθηκαν οι μισθοί και τα επιδόματα στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα την εξαετία 2009 - 2015 ένας δημόσιος υπάλληλος να χάσει μέχρι και έξι μισθούς το χρόνο! Πάνω εκεί ήρθε να προστεθεί το νέο μισθολόγιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ (ν. 4354/2015), που επέφερε νέο πλήγμα στους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων ως μηχανισμός καθήλωσης και περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων τους.

«Συνταγματικός» κρίνεται τελικά και με τη «βούλα» του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ύστερα από τη δημοσιοποίηση της απόφασης, άλλος ένας εμβληματικός μνημονιακός νόμος που υλοποιήθηκε από προηγούμενες κυβερνήσεις και διατηρήθηκε στο ακέραιο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η ολοσχερής κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων.

Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του ΣτΕ κατά πλειοψηφία έκρινε «συνταγματικές» τις περικοπές των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας (13ος και 14ος μισθός) των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ κ.λπ. Η απόφαση αυτή έρχεται να προστεθεί σε μια άλλη απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε «συνταγματικό» και «νόμιμο» το πετσόκομμα της λίστας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, και έρχεται να επιβεβαιώσει ξανά ότι όλο το αντεργατικό μνημονιακό οπλοστάσιο διατηρείται άθικτο και στη... «μεταμνημονιακή» περίοδο, ακριβώς γιατί αυτό απαιτούν η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.

Ετσι η Ολομέλεια του ΣτΕ έλαβε τη νέα αρνητική απόφαση κατά πλειοψηφία, αναστρέφοντας και τις περσινές αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ' Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων - Δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.

Σύμφωνα με το «σκεπτικό» της απόφασης, η κατάργηση των επιδομάτων «τεκμηριώνεται επαρκώς» και πως «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:

α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,

β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε, ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (μικτά ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1.092 ευρώ μικτά (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».

Έτσι, καταλήγει το ΣτΕ, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο», επιβεβαιώνοντας ότι οι κατώτεροι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα γίνονται μοχλός πίεσης στα χέρια του αστικού κράτους για τη συνολική συμπίεση των μισθών. Παράλληλα η μπακαλίστικη λογική του ΣτΕ επιβεβαιώνει ότι δεν μετατρέπουν μόνο οι καλογέροι το κρέας ψάρι. Ουδέποτε οι ίδιοι ανέχθηκαν παρόμοια λογική για τα δικά τους εισοδήματα και προνόμια. Το αλισβερίσι της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία ήταν πάντα επωφελές και για τους δύο. Οι τιμητικές εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Εμείς θα θυμίσουμε το παλιό αγγλικό ρητό: Όποιος αγαπάει τα λουκάνικα και τη δικαιοσύνη πρέπει να αποφεύγει τους χώρους παρασκευής τους…

Επιβεβαιώνεται, επομένως, το εξής: Ότι καμιά ουσιαστική βελτίωση στη ζωή τους δεν πρόκειται να δουν οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αν δεν καταργήσουν με την πάλη τους όλο το αντεργατικό μνημονιακό πλαίσιο, διεκδικώντας πραγματική ανάκτηση απωλειών, σε σύγκρουση με τους στόχους και τον σχεδιασμό του κεφαλαίου, με την πολιτική της κυβέρνησης και των κομμάτων του, βάζοντας μπροστά τις δικές τους ανάγκες!

ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης, Πρώτο Θέμα, lifo

 

Read more...

Οι πέντε διάτρητοι ισχυρισμοί του Βερολίνου για τις γερμανικές οφειλές

Αναδημοσιεύουμε από το SLpress.gr

Toυ Σταύρου Λυγερού

 

Παρότι η ηττημένη Γερμανία ευνοήθηκε γενναιόδωρα από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ανταποκρίθηκε στην ηθική και συμβατική υποχρέωσή της προς την Ελλάδα για την καταβολή επανορθώσεων και βεβαίως για εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Ακολούθησε παρελκυστική τακτική όσον αφορά τις γερμανικές οφειλές. Παρέπεμψε την ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, το Βερολίνο ισχυρίσθηκε ότι το θέμα έχει κλείσει!

Ο πρώτος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1960 και την καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας 115 εκατ. μάρκων. Η αλήθεια είναι πως για να επιτύχουν την αποφυλάκιση του δημίου των 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, η γερμανική κυβέρνηση κατέβαλε 115 εκατ. μάρκα ως αποζημίωση, την οποία «δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν». Δηλαδή για αποζημίωση κυρίως των Εβραίων θυμάτων του Γ’ Ράιχ.

 

Για να μην υπάρξει, μάλιστα, η οποιαδήποτε παρεξήγηση, σε επιστολή του (αποτελεί μέρος της συμφωνίας) προς τον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Βόννη Θωμάς Υψηλάντης αναφέρει: «(η Ελλάδα) επιφυλάσσεται εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής». Με άλλα λόγια, η Αθήνα δεν έχει ποτέ παραιτηθεί από τις αξιώσεις της, κάτι που ομολογεί και η Γερμανία σε απαντητική ρηματική διακοίνωσή της στις 31-3-1967.

Ο δεύτερος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες, οι ελληνικές διεκδικήσεις έχουν χάσει τη νομιμοποιητική τους βάση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όμως, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Ειδικά για το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να πληρώνει τις δόσεις γι’ αυτό το δάνειο.

Η Διάσκεψη των Παρισίων και η «Συνθήκη 2+4»

Το ζήτημα των αποζημιώσεων ετέθη από την ελληνική πλευρά στη Διάσκεψη των Παρισίων (τέλη 1945-αρχές 1946). Η διάσκεψη είχε προσδιορίσει κατά προσέγγιση το ύψος των αποζημιώσεων προς την Ελλάδα σε 7,5 δισ. δολάρια. Η συμφωνία του Λονδίνου το 1953 δεν χάρισε στη Γερμανία τις οφειλές λόγω πολεμικών αποζημιώσεων. Απλώς τις πάγωσε έως την υπογραφή συμφώνου ειρήνης μεταξύ της ηττημένης και των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να μπορέσει η Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά.

 

Μετά την επανένωση της Γερμανίας (31-8-1990) με την υπογραφή της «Συνθήκης 2+4», το εμπόδιο έχει εκλείψει. Πολύ περισσότερο που η ηττημένη του πολέμου είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Το Βερολίνο, όμως, αντιστρέφει την πραγματικότητα και επικαλείται τη «Συνθήκη 2+4» για να υπεκφύγει, ισχυριζόμενο αυθαιρέτως ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει γενικά κλείσει.

Εάν το ζήτημα των αποζημιώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση και είχε κλείσει, γιατί τον Μάιο 2013 το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών με υπογραφή Σόιμπλε ανέλαβε την υποχρέωση

Read more...
Subscribe to this RSS feed