Menu
RSS
Επικεφαλίδες:

Η (σημερινή) δικαιοσύνη λύνει ή δημιουργεί προβλήματα;

Η (σημερινή) δικαιοσύνη λύνει ή δημιουργεί προβλήματα;

Το ερώτημα του τίτλου απασχολεί δυστυχώς όλο και περισσότερους, όλο και συχνότερα. Και μάλιστα όχι στις πολύπλοκες και δύσκολες διαφορές, αλλά στις απλές και καθημερινές υποθέσεις, όπως αυτές του οικογενειακού δικαίου, στις οποίες ο νομοθέτης έχει εμπιστευθεί στον δικαστή τον ρόλο του ρυθμιστή.

Αφορμή για την παρούσα ανάρτηση υπήρξε μια δίκη ασφαλιστικών μέτρων για επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή ανηλίκων τέκνων που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στα δικαστήρια..................

της Ευελπίδων, η οποία μας οδήγησε στα εξής εύλογα – κατά την άποψη μας - ερωτήματα:

Ερώτημα 1ο: Εφαρμογή του άρθρου 611 (του νέου) Κ.Πολ.Δ. ή λίγο από reality show;

Το ερώτημα αυτό μας δημιουργήθηκε, όταν μετά την εκφώνηση της υπόθεσης , η πρόεδρος του δικαστηρίου απευθύνθηκε στους ίδιους τους διαδίκους (παρίσταντο και οι δύο) και τους ζήτησε να βγουν έξω με τους συνηγόρους τους και «να τα βρουν» (γενικώς και αορίστως). Ο ένας εκ των δύο διαδίκων (συγκεκριμένα ο πατέρας) αρνήθηκε, μολαταύτα η πρόεδρος συνέχισε - θα μπορούσαμε να πούμε αρκετά πιεστικά και επιτακτικά – να επιμένει με αποτέλεσμα, ως απάντηση στο ερώτημά της γιατί δεν βγαίνουν έξω να συζητήσουν, οι διάδικοι να αρχίσουν να αλληλοκατηγούνται για θέματα που δεν σχετίζονταν ή σχετίζονταν ελάχιστα με το αντικείμενο της δίκης. Ενδεικτικό δε της «καταλληλότητας» του συγκεκριμένου τρόπου που επέλεξε η Πρόεδρος του δικαστηρίου να επιχειρήσει τη συνδιαλλαγή των δύο συζύγων είναι ότι μετά την έναρξη της συζήτησης , συνομολογήθηκε από την πλευρά του πατέρα, το αίτημα της μητέρας να ανατεθεί σ’ αυτήν η επιμέλεια των τέκνων τους και αντίστοιχα από τη μητέρα η αιτούμενη ρύθμιση της επικοινωνίας των τέκνων με τον πατέρα τους κατά το μεγαλύτερο μέρος (η διαφωνία αφορούσε μόνο σε μια από τις ημέρες επικοινωνίας) .

Ερώτημα 2ο: Πώς διασφαλίζεται η εφαρμογή του νόμου από τις «εμπεδωμένες» (ή μήπως να πούμε καλύτερα μεροληπτικές;) αντιλήψεις του δικαστή;

Το ερώτημα αυτό προφανώς δεν είναι νέο και τίθεται πάντοτε, ειδικά στις διαφορές οικογενειακού περιεχομένου, όταν ο δικαστής εκφράζει κατά τη διάρκεια της δίκης τις προσωπικές του απόψεις που εμφανώς είναι αντίθετες στο νόμο. Εν προκειμένω, παρότι το κριτήριο του νόμου για την επικοινωνία είναι το συμφέρον των τέκνων και ως τέτοιο θεωρείται οπωσδήποτε η αποφυγή αποξένωσης γονέα και τέκνου, η συγκεκριμένη πρόεδρος δήλωσε απερίφραστα ότι πρέπει ανά δεκαπέντε ημέρες το ένα Σαββατοκύριακο να ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητέρα με την οποία διαμένουν τα τέκνα και ότι δεν συνηθίζει να δίδει επικοινωνία κάθε Κυριακή . Σημειωτέον ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επίσης σχολίασε ότι το πεντάχρονο τέκνο των διαδίκων δεν γνωρίζει τον πατέρα του, αφού ο τελευταίος ήταν μετανάστης τα τελευταία τρία χρόνια στο εξωτερικό, ενώ ήταν εμφανής και κάποια ελαφριά χροιά επίκρισης στις ερωτήσεις προς τον μάρτυρα του ενός διαδίκου (λ.χ στο σημείο της κατάθεσης του μάρτυρα, ότι ο διάδικος πατέρας κατέρρευσε όταν η σύζυγός του, του ανακοίνωσε αιφνιδίως τηλεφωνικά ότι θέλει διαζύγιο και αποφάσισε για το λόγο αυτό να επιστρέψει στην Ελλάδα, η Πρόεδρος ρώτησε «καλά, δεν μπορούσε να διαχειριστεί το διαζύγιο;» και «άφησε την εργασία του και ήρθε στην Ελλάδα για να είναι άνεργος;»)

Ερώτημα 3ο: Πώς ελέγχεται ότι οι δικαστές είναι ικανοί να αντιληφθούν τα κριτήρια που θέτει ο νομοθέτης, διαθέτουν, έστω και στοιχειωδώς, βασικές γνώσεις ψυχολογίας και λειτουργούν εν πάση περιπτώσει βάσει της κοινής λογικής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους;

Το ερώτημα μας είναι - πιστεύουμε - πλήρως νομιμοποιημένο, εν όψει του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη πρόεδρος, αφού τελείωσε η ακροαματική διαδικασία, ανακοίνωσε (και άφησε εμβρόντητο τον έναν τουλάχιστον των διαδίκων) ότι θα επικοινωνήσει με τα ανήλικα τέκνα σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα. Δεδομένου δε ότι τόσο η επιμέλεια, όσο και η επικοινωνία (η τελευταία κατά το μεγαλύτερο μέρος) είχαν ήδη συνομολογηθεί από τους διαδίκους , χωρίς να έχει ακουσθεί κατά την ακροαματική διαδικασία έστω και ένα σοβαρό περιστατικό που να δημιουργεί στον δικαστή την επιφύλαξη ότι δεν ανταποκρίνονται στο αληθές συμφέρον των τέκνων οι εν λόγω συμφωνίες, δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε (α) πώς προέκυψε η ανάγκη (σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων που αρκεί η πιθανολόγηση) ακρόασης τέκνων ηλικίας πέντε και δέκα ετών (β) με ποια δεδομένα έκρινε ότι στην ηλικία αυτή (επαναλαμβάνουμε πέντε και δέκα ετών ) διαθέτουν αυτά τη ψυχική ωριμότητα να αντιληφθούν το συμφέρον τους, ώστε να μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη η γνώμη τους, ότι ο γονέας με τον οποίο διαμένουν τα τέκνα δεν θα προσπαθήσει να τα επηρεάσει ή ακόμη και να τα εκβιάσει συναισθηματικά, ώστε να δώσουν τις απαντήσεις που επιθυμεί και κυρίως ότι αυτά (τα τέκνα) δεν θα τραυματιστούν ψυχικά από την εμπλοκή τους στην εν λόγω διαδικασία και τέλος (γ) πώς συμβαδίζει με την κοινή λογική οι μεν γονείς, παρά την αντιδικία τους, να κατορθώνουν να συμφωνήσουν σε γενικές γραμμές στην επικοινωνία, η οποία ήταν η συνήθης γι’ αυτές τις περιπτώσεις (για την επιμέλεια δεν γίνεται λόγος γιατί δεν υπήρχε κάν αίτημα από την πλευρά του πατέρα) και το δικαστήριο να αναζωπυρώνει την αντιδικία με την απόφασή του να επικοινωνήσει με τα τέκνα. Μάλιστα, για να μην θεωρηθούμε υπερβολικοί ως προς την κριτική μας για το εν λόγω ζήτημα , απλά αναφέρουμε ότι σε άλλη υπόθεση επιμέλειας ανηλίκου που συζητήθηκε στο ίδιο πινάκιο από την ίδια δικαστή και αφορούσε την ανάθεση της επιμέλειας του στη γιαγιά και τον παππού, χωρίς μάλιστα να ακουστούν οι γονείς, οι οποίοι είχαν κλητευθεί ως αγνώστου διαμονής, και ακούστηκαν διάφορα περιστατικά από τον εξεταζόμενο μάρτυρα, όπως ότι η μητέρα χτυπούσε το παιδί και αυτό δεν επιθυμεί να την δει, επιεικώς προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν αποφασίστηκε και στην περίπτωση αυτή η ακρόαση του τέκνου πριν την έκδοση απόφασης.

Και φθάνουμε στο τελευταίο - ρητορικό ομολογούμε – ερώτημα που μας απασχολεί εδώ και καιρό και επαναλαμβάνουμε επ’ αφορμή της συγκεκριμένης δίκης: Μπορεί κανείς να υποστηρίξει σοβαρά ότι απασχολεί σήμερα την πολιτεία η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και δη στις απλές αυτές διαφορές, όταν η γενική κατεύθυνση είναι η δικαιοσύνη «να μετατραπεί σε πυλώνα (μνημονιακής) ανάπτυξης» και προβάλλεται ως πανάκεια η προσφυγή στη διαμεσολάβηση, η οποία βέβαια ούτε έχει σχέση με τη δικαιοσύνη, ούτε τη δίκαιη επίλυση της διαφοράς μπορεί να εγγυηθεί; (για την αξιολόγηση της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφορών εδώ).

Ως εκ τούτου, ενόψει και του γεγονότος ότι σήμερα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δίνει δικάσιμο για την τακτική δίκη διατροφής και επιμέλειας τον Μάρτιο του 2019 ( κατά «μαγικό» τρόπο στον Πειραιά οι δίκες αυτές προσδιορίζονται μόλις σε τέσσερεις μήνες), συλλυπούμεθα ειλικρινά τον συνάδελφο της μίας πλευράς (δεν χρειάζεται να πούμε ποιάς), καθώς και όλους τους άλλους που θα βρεθούν στην ίδια θέση και ευχόμαστε η δικαιοσύνη αυτής της χώρας να δει στο μέλλον καλύτερες μέρες και να αξιωθεί ικανών και δίκαιων δικαστικών λειτουργών.

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

back to top