Menu
RSS
Επικεφαλίδες:

Πρώτες σκέψεις για τα κατώτατα όρια αμοιβής των δικηγόρων ή πρώτες σκέψεις για την άμυνα των δικηγόρων έναντια στην Οδηγία BOLKENSTEIN

1.- Η τροποποιημένη οδηγία BOLKENSTEIN βρίσκεται στο στάδιο της εφαρμογής από τον ΄Ελληνα νομοθέτη και έχει ως αντικείμενο το περίφημο «άνοιγμα» των λεγομένων κλειστών επαγγελμάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και εκείνο του δικηγόρου. Η εφαρμογή της οδηγίας αυτής έχει ως ζητούμενο (σε πρώτη φάση) την κατάργηση (αν δεν υπάρξει σαφής και ειδική αιτιολόγηση περί του αντιθέτου) του εδαφικού περιορισμού στην προσφορά των δικηγορικών υπηρεσιών και των κατωτάτων ορίων αμοιβών ως αντικειμένων στις διατάξεις περί ανταγωνισμού που διέπουν την προσφορά υπηρεσιών εντός της ΕΕ. ΄Ετσι τίθεται το γενικότερης σημασίας ζήτημα κατά πόσον η άσκηση της δικηγορίας εμπίπτει στους κανόνες ανταγωνισμού που θέτει η συνθήκη ιδρύσεως της ευρωπαϊκής κοινότητας σύμφωνα με τα άρθρα 81 και επ.

2.- Για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι δικηγόροι και οι σύλλογοί τους να υπάγονται στην κοινοτική έννοια της επιχειρήσεως .

Το ΔΕΚ με την απόφασή του της 23.4.1991 επί της υποθέσεως C – 41/90 έκρινε ότι «η έννοια της επιχειρήσεως ...  .................

καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του». Περαιτέρω στην έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» εμπίπτει κατά τρόπο ευρύτατο σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΚ (βλ. απόφαση της 18.6.1998 επί της υποθέσεως C – 35/1996), κάθε προσφορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά. Ετσι το ΔΕΚ με την τελευταία αυτή απόφασή του (ανάλυση της οποίας βλ. σε ΔΕΕ 1999 σελ. 989) έκρινε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των πιο πάνω άρθρων, διότι αναλαμβάνουν οικονομικούς κινδύνους που είναι συναφείς με την άσκηση της δραστηριότητάς τους αποβλέποντας στο κέρδος. Συνεχίζοντας, η ίδια απόφαση, έκρινε ότι και οι ενώσεις των επαγγελματιών όταν καθορίζουν πίνακες αμοιβών των μελών τους αποτελούν ενώσεις επιχειρήσεων με την έννοια της κοινοτικής συνθήκης και συνεπώς υπάγονται κατ’ αρχάς στους κοινοτικούς κανόνες για τον ανταγωνισμό. Με βάση τα παραπάνω δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία γίνεται έναντι αμοιβής στην περιφέρεια όπου ο δικηγόρος ασκεί το λειτούργημά του, υπάγεται στην έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας», αφού αποβλέπει στο κέρδος, ενώ ταυτόχρονα ο δικηγόρος αναλαμβάνει και τον κίνδυνο τόσον της μη καλύψεως των λειτουργικών εξόδων παροχής των υπηρεσιών του όσον και της μη εισπράξεως της αμοιβής του. Απόρροια της παραπάνω φύσεως του δικηγορικού επαγγέλματος είναι ότι ο καθορισμός των κατωτάτων ορίων αμοιβής από το νόμο καθώς και του ποσού της προεισπραττομένης αμοιβής με υπουργική απόφαση (η οποία εκδίδεται ύστερα από την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του οικείου δικηγορικού συλλόγου) υπόκειται στον έλεγχο των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό. Βεβαίως το γεγονός ότι αφενός μεν οι δικηγορικοί σύλλογοι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αφετέρου δε ότι τα κατώτατα όρια των αμοιβών και το ύψος της προείσπραξης περιβάλλονται είτε με το κύρος τυπικού νόμου ή υπουργικής αποφάσεως (αντίστοιχα) δίδει το δικαίωμα να προταθεί ισχυρισμός ότι τα άρθρα 81 επ. δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. Και τούτο διότι έχει κριθεί ότι στο πεδίο της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων δεν εμπίπτουν (α) ούτε τα δημόσια νομικά πρόσωπα (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1988 επί της υποθέσεως 30/87) ούτε (β) οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τις οποίες ακολουθούν οι επιχειρήσεις ύστερα από κρατικά μέτρα (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 19.5.93 επί της υποθέσεως C – 320/91). Πλην όμως η θέση αυτή (αν και νομοτεχνικά – νομολογικά έχει έρεισμα) δεν απαντά στην ουσία του ζητήματος.

3.- Σχετικά με την καρδιά του προβλήματος ας μας επιτραπούν οι εξής σκέψεις: Σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΚ (βλ. απόφαση της 23.10.97 επί της υποθέσεως C – 157/94 και απόφαση της 19.3.91 επί της υποθέσεως C – 202/88) εφόσον τίθεται κατ’ αρχάς ζήτημα εφαρμογής των άρθρων 81 θα πρέπει να εξεταστεί μήπως τυγχάνει εφαρμογής η εξαίρεση του άρθρου 86 παρ. 2 το οποίο ορίζει ότι «οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσης Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί». Συνεπώς, θα πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα κατά πόσον η άσκηση της δικηγορίας αποτελεί επιχείρηση η οποία εμπίπτει στις εξαιρέσεις που τίθενται από την πιο πάνω διάταξη αυτή και τι συνεπάγεται η τυχόν υπαγωγή σ’ αυτές. Κατ’ αρχάς λεκτέον ότι οι δικηγόροι δεν μπορεί να θεωρηθούν ως «μονοπώλιο», αφού (σε σχέση με τους κατ’ εξοχήν τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας) το επάγγελμα χαρακτηρίζεται από μικρό βαθμό συγκέντρωσης, είναι ανομοιογενές και υφίσταται έντονος εσωτερικός ανταγωνισμός (βλ. απόφαση ΔΕΚ 19.2.2002 επί της υποθέσεως C – 309/99). Συνεπώς, δεν υφίσταται έδαφος εφαρμογής της πρώτης εξαίρεσης. Σε σχέση με την δεύτερη από τις παραπάνω εξαιρέσεις λεκτέα τα εξής: Ως επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος νοούνται εκείνες που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες αποβαίνουν ευθέως προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 27.4.1994 επί της υποθέσεως C – 393/92 και σημείο 137 των προτάσεων του Εισαγγελέα). Εν προκειμένω οι δικηγόροι θα πρέπει να ενταχθούν στην κατηγορία αυτή των επιχειρήσεων, λόγω α) του ελέγχου που ασκείται για την είσοδό τους στο επάγγελμα με την άσκηση του μόνον από όσους συγκεντρώνουν ειδικές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις (δηλαδή είναι επιχειρηματίες στους οποίους έχει χορηγηθεί «ειδικό και αποκλειστικό δικαίωμα» κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου του άρθρου 86) , β) της ιδιαίτερης ρύθμισης της άσκησης του επαγγέλματός τους (τόσο σε σχέση με αυτή καθ’ εαυτήν την παροχή των υπηρεσιών τους στα δικαστήρια ή εκτός αυτών, όσο και με την επιβολή περιορισμών στην ανάπτυξη της καθαρά οικονομικής τους δραστηριότητας, και δη στην διαφήμιση, στον συνεταιρισμό τους με άλλους κλάδους επαγγελματιών και στην απόκτηση πελατείας με μεσολάβηση τρίτων) αλλά κυρίως γ) διότι η επιχειρηματική δραστηριότητά τους είναι συνυφασμένη με την άσκηση δημόσιας λειτουργίας που συνιστά άμεση προσφορά υπηρεσίας υπέρ του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή με την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των εντολέων τους τόσο ενώπιον των δικαστηρίων και άλλων αρχών όσον και με την προστασία και προώθηση κάθε νομίμου δικαιώματός τους στα πλαίσια των πάσης φύσεως συναλλαγών τους. Ετσι η ανάγκη όπως διασφαλισθεί η ποιότητα στην προσφορά των υπηρεσιών των δικηγόρων χάριν του κοινωνικού συνόλου και του εν γένει δημοσίου συμφέροντος επιτρέπει (αν δεν επιβάλλει) την θέσπιση κατωτάτου ορίου αμοιβών με νομοθετική ρύθμιση, η οποία (για τους λόγους αυτούς) δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 81 επ. (βλ. απόφαση ΔΕΚ από 5.12.06 επί της υποθέσεως C – 94/04). Αντίθετα η ύπαρξη κατωτάτων ορίων αμοιβών εξυπηρετεί την επιβίωση των δικηγόρων, ως αυτονόμων οντοτήτων, πράγμα που με την σειρά του αποτελεί προϋπόθεση για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (σύμφωνα με τους σκοπούς και τον τρόπο οργάνωσής της) και συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την όποια απόκλιση από τα άρθρα 81 επ. (βλ. απόφαση ΔΕΚ από 19.2.02) .

4.- Ένα άλλο ουσιώδες ζήτημα που τίθεται από την τροποποιημένη οδηγία BOLKENSTEIN είναι η προσφορά των δικηγορικών υπηρεσιών στα πρωτοβάθμια δικαστήρια μόνον από τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου της αντίστοιχης περιφέρειας. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονισθεί ότι αυτή καθ’ εαυτή η οργάνωση των δικηγόρων σε συλλόγους εξυπηρετεί την αναγκαιότητα της θεσπίσεως κανόνων προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης οι οποίοι παρέχουν την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών, δηλαδή στο κοινωνικό σύνολο, με προφανή σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης (απόφαση ΔΕΚ της 12.12.1996 επί της υποθέσεως C – 3/95). Απόρροια της πιο πάνω οργάνωσης του δικηγορικού επαγγέλματος είναι ότι αυτό ασκείται μόνο ύστερα από εγγραφή του Δικηγόρου στον οικείο Σύλλογο, ο οποίος έχει συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα, χάριν της δυνατότητας πραγματικής λειτουργίας του προς εξυπηρέτηση των πιο πάνω σκοπών αλλά και χάριν των κατοίκων της αντίστοιχης περιφέρειας. Αντίθετα εάν όλοι οι δικηγόροι παρίσταντο σε όλα τα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια της χώρας, τότε όχι μόνον στην πράξη ουδείς έλεγχος θα μπορούσε να ασκηθεί στην προσφορά των δικηγορικών υπηρεσιών αλλά η δικηγορία θα ασκείτο στην πράξη από ορισμένα ισχυρά γραφεία και μόνον, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των επιλογών του πολίτη στην υπεράσπισή του, ο οποίος με το σημερινό καθεστώς δικαιούται να ζητήσει τη συμπαράσταση και οποιουδήποτε άλλου δικηγόρου εκτός της αντίστοιχης περιφέρειας. Συναφής προς τα παραπάνω είναι και ο θεσμός της προεισπράξεως ο οποίος εξυπηρετεί τόσον την ύπαρξη του οικείου δικηγορικού συλλόγου (αφού αποτελεί σημαντικό μέρος των εσόδων του) όσον και την κατοχύρωση στην πράξη της κατώτατης αμοιβής του δικηγόρου, αλλά και ταυτόχρονα της τήρησης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεών του.

5.- Ενόψει του ότι η τροποποιημένη οδηγία BOLKEΝSTEIN δίδει το δικαίωμα στα κράτη μέλη να ζητήσουν την διατήρηση και των κατωτάτων ορίων αμοιβών και οποιωνδήποτε άλλων γνωρισμάτων των λεγομένων «κλειστών επαγγελ-μάτων» (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η προείσπραξη και η προσφορά των δικηγορικών υπηρεσιών με εδαφικούς περιορισμούς) είναι στα χέρια των δικηγόρων και των εκπροσώπων τους να περιφρουρήσουν τον χαρακτήρα της δικηγο-ρίας ως δημοσίου λειτουργήματος στα πλαίσια του οποίου εντάσσεται η οικονομική δραστηριότητα η οποία δεν μπορεί να είναι απλή κερδοσκοπία και εν γένει να σταματήσουν την επιδιωκόμενη απορύθμιση του επαγγέλματος τους.

Ιωάννης Βρέλλος

Δικηγόρος

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

back to top