Η εισήγηση των κ.κ. Πολλάλη και Κλάππα προς το Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.
Ο κ. Κλάππας μας έστειλε την εισήγηση που από κοινού με τον κ. Πολλάλη κατέθεσαν στη χθεσινή (27.7.2010) συνεδρίαση του Δ.Σ. Τον ευχαριστούμε πολύ και τη δημοσιεύουμε ολόκληρη.
Υπόμνημα προς το Διοικητικό Συμβούλιο
του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά
Δημητρίου Η. Πολλάλη, Ταμία-Σύμβουλου ΔΣΠ και
Ηλία Ι. Κλάππα, Σύμβουλου ΔΣΠ
Ι. Βιώνουμε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδου για το δικηγορικό λειτούργημα και για το θεσμό της Δικαιοσύνης γενικότερα.
Με πρόσχημα την οικονομική κρίση επιχειρείται μία ολομέτωπη επίθεση στο δικηγορικό σώμα και στους Δικηγορικούς Συλλόγους, ώστε ΠΡΩΤΟΝ να αλλάξει ο χάρτης της δικηγορίας στην Ελλάδα με την ...........
πρόκληση βίαιου αποπληθωρισμού και την συσσώρευση της δικηγορικής ύλης σε μεγάλες δικηγορικές εταιρείες με ταυτόχρονη υπαλληλοποίηση της μεγάλης μάζας των δικηγόρων,
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, να υποβαθμιστεί και να υπονομευθεί ο θεσμικός ρόλος των δικηγόρων και των δικηγορικών συλλόγων στην απονομή της δικαιοσύνης και στην προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
ΙΙ. Στη λογική αυτή εντάσσεται η επιβολή Φ.Π.Α. στις δικηγορικές υπηρεσίες και η εξομοίωση της δικηγορικής δραστηριότητας με την εμπορική πρακτική όσον αφορά στον τρόπο τιμολόγησης, έκδοσης των αποδείξεων, φορολόγησης και απόδοσης Φ.Π.Α. όπου πλέον παύει να ισχύει η αρχή της είσπραξης και καθιερώνεται, με το άρθρο 6 παρ. 9 ν.3842/2010, η αρχή του απαιτητού της αμοιβής για την έκδοση αποδείξεων.
Η επιβολή του Φ.Π.Α., χωρίς να υπάρχει υποχρέωση από Κοινοτική Οδηγία, αποτέλεσε μία μεγάλη ήττα για το δικηγορικό συνδικαλισμό, τις συνέπειες της οποίας θα τις υποστούν, καταρχήν, οι ίδιοι οι δικηγόροι, αφενός, στο βαθμό που θα υποχρεωθούν οι ίδιοι να αναλάβουν το σύνολο ή μέρος του Φ.Π.Α. επί των παρεχομένων υπηρεσιών τους και, αφετέρου, με τη μείωση της δικηγορικής ύλης και της πελατείας τους λόγω της αύξησης του κόστους των δικηγορικών υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, η επιβολή του Φ.Π.Α. θίγει άμεσα τους Έλληνες πολίτες, καθώς η προσφυγή στη δικαιοσύνη γίνεται πολύ ακριβότερη και δυσβάσταχτη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, γεγονός που στην πράξη συνεπάγεται αδυναμία των πολιτών για υποστήριξη των έννομων συμφερόντων τους και αφαίρεση από αυτούς εν τοις πράγμασι του συνταγματικού δικαιώματος περί παροχής εννόμου προστασίας.
ΙΙΙ. Η επίθεση, όμως, στο δικηγορικό σώμα δεν ολοκληρώνεται με την επιβολή του Φ.Π.Α. και την αλλαγή του τρόπου έκδοσης αποδείξεων και φορολόγησης των δικηγόρων.
Επιχειρείται μία συντονισμένη και πολλαπλή επίθεση, η οποία αφορά (α) στις ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων, (β) στην έκδοση προεισπράξεων δικηγορικής αμοιβής, (γ) στην ύπαρξη γεωγραφικών περιορισμών για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, (δ) στη δημιουργία πολυεπαγγελματικών σχημάτων με τη συμμετοχή δικηγόρων, (ε) στη δημιουργία κεφαλαιουχικών εταιρειών παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και (στ) στην απελευθέρωση της διαφήμισης των δικηγορικών υπηρεσιών.
Το νομοθετικό πλαίσιο για την επίθεση αυτή στο δικηγορικό λειτούργημα παρέχουν
(1) ο ν.3844/2010 με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία η Οδηγία 2006/123, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (Οδηγία Μπολκενστάιν),
(2) ο ν.3845/2010 περί των μέτρων εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από το Δ.Ν.Τ. και, ειδικότερα, το παράρτημα ΙΙΙ αυτού, με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε σε διεθνή οργανισμό συνταγματικές αρμοδιότητες χωρίς, μάλιστα, να τηρηθεί η συνταγματικά προβλεπόμενη αυξημένη πλειοψηφία των βουλευτών κατά τη ψήφισή του (άρθρο 38 παρ. 2 Συντάγματος)
(3) τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης της Λισσαβόνας, τα οποία επικαλέστηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να απευθύνει την από 5-5-2010 αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ελλάδας για παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στοχεύοντας στην κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων.
IV. Την επίθεση αυτή οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και τα θεσμοθετημένα όργανά τους οφείλουν να την αντιμετωπίσουν με δύο τρόπους:
ΠΡΩΤΟΝ, καταγγέλλοντας στην ελληνική κοινωνία τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και της ελληνικής κυβέρνησης να μετατρέψουν το δικηγορικό λειτούργημα σε επιχειρηματική δραστηριότητα και το έννομο αγαθό της δικαιοσύνης σε εμπόρευμα και, ταυτόχρονα, να αποδυναμώσουν το θεσμικό ρόλο των δικηγορικών συλλόγων.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, χρησιμοποιώντας τα νομικά μέσα που τους παρέχουν οι νόμοι αυτοί που ψήφισε η ελληνική πολιτεία, ώστε να αντισταθούν στην προσπάθεια εκφυλισμού και βίαιου αποπληθωρισμού του δικηγορικού επαγγέλματος.
Ειδικότερα, επικαλούμενοι το άρθρο 16 του ν.3844/2010, να αποκρούσουμε την προσπάθεια κατάργησης των ελαχίστων αμοιβών, των εδαφικών περιορισμών κλπ. για λόγους δημόσιου συμφέροντος («αναγκαιότητα») και καταλληλότητας των μέτρων αυτών για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη όλων των πολιτών («αναλογικότητα»), καθώς μάλιστα δεν εισάγονται διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια και την έδρα των επιχειρήσεων.
Επίσης, το ίδιο το πρωτόκολλο III στο Ν. 3845/2010 μας επιτρέπει να αντιπαλέψουμε την προσπάθεια κατάργησης της υφιστάμενης σήμερα νομοθεσίας για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, καθώς ομιλεί για άρση των «περιττών περιορισμών» και όχι συνολικά για κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών της απαγόρευσης της διαφήμισης και των γεωγραφικών περιορισμών να αντισταθούμε στην προσπάθεια κατάργησης των ελαχίστων αμοιβών.
V. Το δικηγορικό Σώμα πρέπει με κάθε τρόπο
α) να αντιταχθεί στην κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών, προτείνοντας την κατάργηση τυχόν περιττών περιορισμών που προβλέπονται στον Κώδικα περί Δικηγόρων, μετά ενδελεχή και προσεκτική έρευνα και μελέτη αυτού. Επισημαίνεται ότι μόνη η διατήρηση των προεισπράξεων (έστω και με διαφορετική ονομασία) με ταυτόχρονη κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών που προβλέπονται στο άρθρο 96 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων δεν είναι αρκετή και ούτε μπορεί να αποτελέσει στόχο για τους δικηγορικούς Συλλόγους, καθώς θα δημιουργήσει συνθήκες εξοντωτικού και ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού μέσα στο δικηγορικό σώμα και συνθήκες υποβάθμισης της ποιότητας των δικηγορικών υπηρεσιών
β) να αντιταχθεί στην κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς ένα τέτοιο μέτρο θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην αποδυνάμωση της σχέσης δικηγόρου και Δικηγορικού Συλλόγου και μεσοπρόθεσμα στην αποδυνάμωση των ίδιων των Δικηγορικών Συλλόγων ως οργανισμών και θεσμικών φορέων
γ) να αντιταχθεί στη δημιουργία πολυεπαγγελματικών σχημάτων με συμμετοχή δικηγόρων, καθώς η εξέλιξη αυτή θα οδηγούσε αφενός στην υπαλληλοποίηση των δικηγόρων και αφετέρου στην υποβάθμιση της παροχής των δικηγορικών υπηρεσιών και στην ποιότητα απονομής της Δικαιοσύνης
δ) να αντιταχθεί στην δημιουργία κεφαλαιουχικών εταιρειών παροχής δικηγορικών υπηρεσιών που θα θέσουν υπό οικονομική ομηρία τόσο τους δικηγόρους όσο και την ίδια τη Δικαιοσύνη
ε) να στηρίξουν την υπάρχουσα μερική απαγόρευση διαφήμισης όπως έχει ενσωματωθεί στον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς, ώστε να προασπίσουν την αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος .
Έχουμε ευθύνη ως Δικηγορικός Σύλλογος τόσο απέναντι στους συναδέλφους μας όσο και στις γενιές που έρχονται, αλλά και απέναντι στην κοινωνία και τους Έλληνες πολίτες, να προστατεύσουμε το δικηγορικό λειτούργημα και τους Δικηγορικούς Συλλόγους και να πρωτοστατήσουμε στους κοινωνικούς αγώνες για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Πειραιάς 27-7-2010
Με τιμή
Δημήτριος Η. Πολλάλης Ηλίας Ι. Κλάππας
Ταμίας-Σύμβουλος ΔΣΠ Σύμβουλος ΔΣΠ