ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ TOY ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Δημοσιεύουμε "ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ" καθώς και υπόδειγμα ενδικοφανούς προσφυγής, το οποίο συνέταξε για να τεθεί στη χρήση όλων ο εκλεκτός συνάδελφος και μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ.Π. κ. Ιωάννης Βρέλλος
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ TOY ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Eπιφύλαξη
Ενδικοφανής προσφυγή
Ο φορολογούμενος, εφόσον αμφισβητεί τον επιβληθέντα φόρο οφείλει σύμφωνα με τον Ν. 4174/13 (αρθρ. 63) να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση του εκκαθαριστικού από την υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης στο πλαίσιο σχετικής διοικητικής διαδικασίας.
Η υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής και η απόρριψή της (εν όλω ή εν μέρει, ρητά ή σιωπηρά) αποτελεί τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια Η αίτηση επανεξέτασης (ενδικοφανής προσφυγή) υποβάλλεται στην ΔΟΥ του φορολογούμενου (τόσον γραπτά όσον και αποθηκευμένη ηλεκτρονικά, σε stick και CD - και με τις δύο μορφές μαζί υποχρεωτικά) και πρέπει να αναφέρει / περιέχει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία του εκκαθαριστικού δηλ. στην.....
πράξη (και με σκοπό την αποφυγή ερωτηματικών σχετικά με τον χρόνο λήψης του εκκαθαριστικού) από την ηλεκτρονική υποβολή της φορολογικής δήλωσης.
Αναστολή
Με την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής είναι καταβλητέο το 50% του αμφισβητούμενου φόρου. Εάν ο φορολογούμενος συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του αυτή αναστέλλεται η καταβολή του υπολοίπου 50% μέχρι την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής. Εάν όχι, δηλ. εάν δεν καταβληθεί το 50% του αμφισβητούμενου φόρου, τότε οφείλεται όλο το ύψος του αμφισβητούμενου φόρου.
Ωστόσο χορηγείται δικαίωμα στον φορολογούμενο υποβολής, μέσω της αρμόδιας ΔΟΥ, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή, και ξεχωριστής αίτησης αναστολής πληρωμής του αμφισβητούμενου φόρου (τόσον εγγράφως, όσον και με ηλεκτρονική αποθήκευση - ταυτόχρονα) εφ’ όσον ο φορολογούμενος υφίσταται ανεπανόθρωτη βλάβη. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, ο φορολογούμενος δεν πληρώνει κανένα μέρος του αμφισβητούμενου φόρου. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης αναστολής στην ΔΟΥ, η αίτηση (αναστολής) θεωρείται αμάχητα ότι έχει απορριφθεί. Εξ άλλου, τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου, εάν ευδοκιμήσει μεν η αίτηση αναστολής αλλ’ απορριφθεί τελικά η προσφυγή. (Τούτο είναι αντισυνταγματικό καθόσον δεν μπορεί κάποιος να υπόκειται σε ποινή διότι άσκησε νόμιμο δικαίωμα, εκείνο της αναστολής, η οποία μάλιστα επήλθε κατόπιν αποφάσεως του αρμόδιου οργάνου και όχι αυτοδικαίως με την κατάθεση της σχετικής αίτησης).
Προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια
Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στην ΔΟΥ η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που μετά την άσκηση της προσφυγής προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει υποχρεωτικά να καλείται σε ακρόαση.
Αν εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται αμάχητα ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ότι ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας των 60 ημερών από την υποβολή της προσφυγής στην ΔΟΥ. Ο φορολογούμενος τότε πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, μέσα σε 30 ημέρες από την λήξη της προθεσμίας αυτής των 60 ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο (ΚΔΔ αρθρ. 64 §2α Ν.4093/12) την οποία υποχρεούται επίσης με ποινή απαραδέκτου να επιδόσει στην ΔΟΥ μέσα σε 20 ημέρες από την λήξη της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής (ΚΔΔ 126 Ν. 3659/08).
Εφ’ όσον πρόκειται για σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής (κατά το συνήθως συμβαίνον) η προσφυγή στα διοικητικά Δικαστήρια δεν μπορεί (με ποινή απαραδέκτου) να περιλαμβάνει διαφορετικούς αυτοτελείς ισχυρισμούς απ’ ότι η ενδικοφανής προσφυγή.
Εάν η ενδικοφανής προσφυγή απορριφθεί ρητά από την Επιτροπή Εσωτερικής Επανεξέτασης της Διοίκησης, η προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον υπόχρεο, εφ’ όσον η κοινοποίηση λαμβάνει χώρα προ της παρόδου της προθεσμίας των 60 ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής αλλιώς η προθεσμία αρχίζει από την 60 ημέρα από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής. Σε περίπτωση ρητής απόρριψης της προσφυγής επιτρέπεται (επί πλέον των προβληθέντων με την ενδικοφανή προσφυγή) και η υποβολή περαιτέρω αυτοτελών ισχυρισμών εκ μέρους του διοικούμενου ειδικά όμως και μόνο προς κατάρριψη του κύρους της απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Επανεξέτασης
Η απόρριψη του αιτήματος αναστολής κατά την διοικητική διαδικασία δεν κωλύει την υποβολή τέτοιου αιτήματος κατά την διαδικασία στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Χρησιμότητα του σχεδίου
Το συνημμένο σχέδιο δικογράφου αφορά όλους τους δικηγόρους διότι θίγει την κατάργηση του αφορολόγητου και μπορεί να γίνει χρήση από όλους όσους υπέβαλαν φορολογική δήλωση τις τελευταίες 30 ημέρες πριν από σήμερα. Ο σκοπός του συνημμένου σχεδίου δικογράφου είναι απλά υποβοηθητικός και δεν υποκαθιστά ούτε τις γνώσεις ούτε τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης που ο κάθε συνάδελφος τυχόν κρίνει ότι πρέπει να ακολουθήσει, ούτε φυσικά περιορίζει τον οποιοδήποτε συνάδελφο στο να προσθέσει και άλλους ισχυρισμούς ή λόγους. Στο δικόγραφο της προσφυγής δεν αναγράφεται νομολογία διότι στην περίπτωση αυτή πιθανώς θα ζητηθεί από την ΔΟΥ (για να ξέρουν πως να την αντικρούσουν). Η νομολογία μπορεί να αναγραφεί / προσκομισθεί στο υπόμνημα.
Οι αποφάσεις που χρησιμοποιήθηκαν για την σύνταξη της προσφυγής και βρίσκονται στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ είναι οι εξής : ΟλΣτΕ : 1972/12, Πολ.Πρωτ. Αθ 1101/12, ΔΕφΠατρ. 3/1993, ΔΠρΠειρ 4553/1992, ΕΔΔΑ Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας προσφυγή : 36963/06 Απόφαση της 25/6/09 σε Εφ.Αστ..Δικ. 2009, 850 ΣτΕ 1742/13, ΑΠ 293/14. (βλ. και Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1995, σελ. 396).
Να σημειωθεί ότι ενδεχομένως το όλο ζήτημα ίσως λυθεί «μια και έξω» με τον θεσμό της πρότυπης δίκης.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΒΡΕΛΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(Δια της ....................... ΔΟΥ .........................)
ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
(άρθρο 63 Ν. 4174/13)
Του ......................................... δικηγόρου Πειραιώς (ΑΜ............... ΔΣΠ) κατοίκου ............................................... με ΑΦΜ ......................................
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ
Του από .......................... εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013) της ΔΟΥ ........................
_________________________
Α! ΕΙΣΑΓΩΓΗ :
1.- Με την υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013) έλαβα ηλεκτρονικά …….. το από ........................... εκκαθαριστικό σημείωμα της αρμόδιας ΔΟΥ ..................... με το οποίο μου καταλογίζεται συνολικός φόρος ύψους ΕΥΡΩ................
2.- Ειδικώτερα, για το καθαρό εισόδημά μου από την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου ύψους ΕΥΡΩ......................., φορολογήθηκα από το πρώτο Ευρώ χωρίς την αναγνώριση αφορολόγητου ορίου.
Β! ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
- Ήδη με την παρούσα μου ζητώ την επανεξέταση του από ................ εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013) που εξέδωσε η ....................... ΔΟΥ .............................
Διότι η μη αναγνώριση αφορολόγητου ορίου αντίκειται (α) προς την συνταγματική και εν γένει υπερνομοθετική αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης που αναλύεται στις αρχές της φορολογικής ισότητας, της φοροδοτικής ικανότητας και της αξιοπρεπούς διαβίωσης και (β) προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας.
Συγκεκριμένα :
1.- Στην παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος», στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία... δεν μπορούν να αποτελέσουν, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης...». Στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος καθορίζονται, κατά τρόπο περιοριστικό, τα στοιχεία, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές), με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συναχθεί, κατ’ αρχή, φοροδοτική ικανότητα, αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιβολή των κατ’ ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση αποτελεί όριο, στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής, η παράβαση του οποίου συνιστά αντικείμενο δικαστικής κρίσεως, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
Εξ άλλου το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνομένους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευομένη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης.
2.- Εξάλλου, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, η δεύτερη δε αυτή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου. Κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου σε φόρο πολίτη και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου.
Ειδικότερα, η από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος καθιερούμενη αρχή της φοροδοτικής ικανότητας επιβάλλει, όπως το φορολογικό βάρος προσαρμόζεται στην πραγματική οικονομική δυνατότητα του φορολογούμενου, δηλ. κατά το υποκειμενικό σύστημα. Η δυνατότητα του κάθε φορολογουμένου προσδιορίζεται τόσον από τον ποσοτικό διαφορισμό της φορολογικής επιβαρύνσεως, δηλ. από το μέγεθος του συνολικού εκ πάσης πηγής πραγματικού καθαρού εισοδήματος κάθε φορολογούμενου, όσον και από τον ποιοτικό διαφορισμό αυτής, δηλ. από τις προσωπικές συνθήκες κάθε φορολογουμένου, οι οποίες συνάπτονται προς τις αναγκαίες και αναπόφευκτες δαπάνες, που διασφαλίζουν το ελάχιστον όριον συντηρήσεως βάσει των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.
Και ο μεν ποσοτικός διαφορισμός συντελείται με την εφαρμογή της προοδευτικής φορολογίας με χαμηλό φορολογικό συντελεστή για τα μικρά εισοδήματα και συνεχώς αυξανόμενο συντελεστή για τα μεγαλύτερα εισοδήματα, μέχρις ενός ορισμένου ορίου, ώστε να μην πρόκειται για δήμευση, ο δε ποιοτικός διαφορισμός συντελείται με την έκπτωση από το αναφερθέν εισόδημα των δαπανών που διασφαλίζουν το ελάχιστο όριο συντήρησης του φορολογούμενου.
3.- Εν όψει των ανωτέρω, η εξειδίκευση των οποίων υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο εξ απόψεως συμφωνίας αυτών προς τα δεδομένα της λογικής και της κοινής πείρας, ο κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 Ν. 2238/94 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §1 Ν. 4110/13) επιχειρούμενος προσδιορισμός της φοροδοτικής ικανότητας μου ως φορολογουμένου, χωρίς την αναγνώριση αφορολογήτου ποσού αντιστοιχούντος στο ελάχιστο όριο επιβίωσης, προσκρούει προς τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές.
Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 16§1 θ’ Ν. 2238/94, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από άρθρο 1 § 3 Ν. 4110/13 «Για τον προσδιορισμό του αντικειμενικού εισοδήματος με βάση την συνολική ετήσια δαπάνη του φορολογούμενου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν και τους βαρύνουν λαμβάνοντας υπ’ όψη τα ακόλουθα: …. Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογουμένου ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλουν κοινή δήλωση εφ’ όσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα κονδύλια αυτά αντιπροσωπεύουν κατά τον φορολογικό νομοθέτη εισόδημα που έχει οπωσδήποτε αποκτήσει σε κάθε περίπτωση ο φορολογούμενος, αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μόνος του (θα ήταν προστατευόμενο μέλος άλλου ή εντελώς άπορος μη υποκείμενος σε καταβολή φόρου). Δηλ. ο νομοθέτης θεωρεί πως υφίστανται ποσά τα οποία είναι αντικειμενικά αδύνατον να μην εδαπάνησε ως απολύτως ελάχιστο όριο να μην εδαπάνησε ο φορολογούμενος για την διαβίωση του οποιοδήποτε εισόδημα και αν εδήλωσε ή έπρεπε (τεκμαρτώς) να δηλώσει (μεγαλύτερο ή μικρότερο των ποσών αυτών). Με την φορολόγηση, όμως, από το πρώτο ευρώ ο φόρος υπολογίζεται και επί ποσού που αντιπροσωπεύει το απολύτως αναγκαίο να δαπανηθεί για να εξασφαλισθεί το ελάχιστο όριο συντηρήσεως του φορολογούμενου. Συνεπώς, το ελάχιστο αυτό ποσό δεν αποτελεί εισόδημα προσδιορίζον οικονομικά το μέγεθος του φορολογητέου αποθέματος αγαθών που διαθέτω ή επί των οποίων μπορώ να αποκτήσω εξουσία διαθέσεως, το οποίο (απόθεμα) είναι του ουσιαστικό υπόβαθρο της φορολόγησης. Έτσι παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία ο καθορισμός του φορολογητέου εισοδήματος επιβάλλει συνάμα και την απαλλαγή εκ του φόρου του ποσού εκείνου που πρέπει να μην είναι φορολογητέο ως μη αποτελούν εισόδημα, περιουσία, συναλλαγές ή δαπάνες πλέον εκείνων που είναι απολύτως αναγκαίες για την αξιοπρεπή διαβίωση του φορολουμένου κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου μη δυνάμενο να υπαχθεί σε φορολογική κλίμακα κατά τον υπολογισμό προς εξεύρεση του επιβλητέου φόρου.
4.- Πλέον τούτων πρέπει να σημειωθεί και ότι η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης που συνιστά υπερβολικό βάρος ή κλονίζει ριζικά την οικονομική κατάσταση του φορολογούμενου με την μη αναγνώριση ως αφορολογήτου του απαιτουμένου ποσού για εξασφάλιση του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως, αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Εξ άλλου οι δημοσιονομικές ανάγκες του δημοσίου δεν συνιστούν δημόσιο συμφέρον που να επιτρέπει την υπερβολική (δυσανάλογη) προσβολή της περιουσίας του ατόμου, κατά τις διατάξεις του ίδιου Πρωτοκόλλου.
5.- Περαιτέρω, η κατά τις εν λόγω διατάξεις του 2338/94 φορολόγηση του συνολικού καθαρού εισοδήματος, χωρίς την προηγούμενη διενέργεια των ως άνω εκπτώσεων, οδηγεί τεχνητώς, σε αύξηση του φορολογικού βάρους στα μικρότερα εισοδήματα (αφού αυτά υφίστανται πλέον έντονα την ανάγκη εξοικονόμησης οικονομικών μέσων προς αξιοπρεπή διαβίωση) και επομένως οδηγεί σε καταστρατήγηση της κατά το άρθρο 4 παρ. 5 συνταγματικής επιταγής περί συνεισφοράς στη δημόσια βάρη, αναλόγως της πραγματικής δυνατότητας εκάστου.
6.- Ενόψει τούτων, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 2238/94 (όπως ισχύουν μετά το άρθρο 1 § 1 Ν. 4110/13) δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής πρώτον ως αντισυνταγματικές, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, και δεύτερον κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος ως αντικείμενες στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που έχει υπερνομοθετική ισχύ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφαρμοστέα, εν προκειμένω, τυγχάνει η, προϋφιστάμενη και σε αναλογία τελούσα προς τις ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικές διατάξεις, ρύθμιση του άρθρου 9 Ν. 2238/94 όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεως του με το άρθρο 1§1 Ν. 4110/13 (μη δυναμένη να θεωρηθεί ως καταργηθείσα με ανίσχυρη νομοθετική διάταξη), Επομένως σε φόρο υποβάλλεται το εισόδημα που απομένει μετά την μείωση του συνολικού εισοδήματος κατά ποσό Ευρώ 5.000.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ
Την επανεξέταση του ύψους του φόρου που μου επιβλήθηκε με το από ……………. Εκκαθαριστικό της ΔΟΥ ………………. για την χρήση 2013 αναγνωριζομένου αφορολογήτου ορίου ύψους Ευρώ 5.000,00.
……….. Ιουλίου 2014
Ο προσφεύγων
Related items
- Ελλιπής κάθε συνδικαλιστική πρόταση που δεν μεριμνά και για την κοινωνία ...
- Καταγγελία τώρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τον εξευτελισμό των δικηγόρων
- Από την εχθρότητα των Συλλόγων στην αδυναμία των Ενώσεων: Τι χρειαζόμαστε
- Παρέμβαση του Προέδρου της CCBE, Antonin Mokry : Κάτω τα χέρια από τους Έλληνες Δικηγόρους.
- Έχουμε εκλογές ; Ας κάνουμε λοιπόν το καθήκον μας!